Anonymous

κράνον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράνον''': ᾰ, τό, = [[κράνεια]], Λατ. cornus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4 καὶ 10. 2. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[κραναός]], ὡς ἐκ τοῦ σκληροῦ [[αὐτοῦ]] ξύλου).
|lstext='''κράνον''': ᾰ, τό, = [[κράνεια]], Λατ. cornus, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4 καὶ 10. 2. (Πιθ. συγγενὲς τῷ [[κραναός]], ὡς ἐκ τοῦ σκληροῦ [[αὐτοῦ]] ξύλου).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cornouille, <i>fruit du cornouiller</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κράνεια]].
}}
}}