3,276,318
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, [[κάρα]] Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. [[κροτέω]] Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων [[μέλη]], παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) [[καλῶς]] πεπατημένον [[μέρος]] (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10. | |lstext='''κροτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κτυπημένος, ἠχῶν ἐκ τῶν κτυπημάτων, [[κάρα]] Αἰσχύλ. Χο. 428. 2) κρ. ἅρματα, κροτοῦντα, θορυβωδῶς ἠχοῦντα, (πρβλ. [[κροτέω]] Ι), Σχόλ. εἰς Ἠλ. 714· κροτητὰ πηκτίδων [[μέλη]], παιζόμενα διὰ τοῦ πλήκτρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 227. ΙΙ. τὰ κροτητά, 1) εἴδη πλακουντίων, Εὐρ. Ἀποσπ. 470. 4. 2) [[καλῶς]] πεπατημένον [[μέρος]] (ἐπὶ ἐδάφους), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> retentissant;<br /><b>2</b> frappé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κροτέω]]. | |||
}} | }} |