3,274,919
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κρόνιος''': -α, -ον, ([[Κρόνος]])· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Κρόνον, ὁ τοῦ Κρόνου, ὦ Κρόνιε παῖ Αἰσχύλ. Πρ. 577, Πινδ. Ο. 2. 23· Κρ. ἅλς, ἡ Ἀδριατικὴ [[θάλασσα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 327, 509. 2) [[Κρόνια]] (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Κρόνου τελουμένη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος ([[ὅστις]] ποτὲ ἐκαλεῖτο μὴν [[Κρόνιος]], Πλουτ. Θεμ. 12)· ὄντων [[Κρονίων]] κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν [[Κρονίων]], Δημ. 708. 13· Κρ. ἐνστάντων Ἀλκίφρων 3. 57· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· εἰς μεταγενεστέρους χρόνους τὰ [[Κρόνια]] ἦσαν τὰ παρὰ Ρωμαίοις Saturnalia· [[ὅθεν]], αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, αἱ ἡμέραι τῶν Σατουρναλίων, Πλουτ. Κικ. 18· οὕτω, ἡ Κρονικὴ ἑορτὴ Πλουτ. Πομπ. 34. 3) Κρόνιον (ἐξυπ. [[ὄρος]]), τό, [[λόφος]] τοῦ Κρόνου ἐν Ὀλυμπίᾳ, Πινδ. Ο. 1. 179, πρβλ. 5. 40., 9. 4, κτλ. ― [[ὡσαύτως]] (ἐξυπακουομ. τοῦ [[τέμενος]]) τὸ ἱερὸν [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 45. 17. ΙΙ. ὡς τὸ [[Κρονικός]], ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, [[Κρονίων]] ὄζειν, ἔχειν ὀσμὴν παλαιῶν χρόνων, «[[οἷον]] ἀρχαϊκῆς εὐηθείας ὀδωδὼς» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 398. | |lstext='''Κρόνιος''': -α, -ον, ([[Κρόνος]])· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Κρόνον, ὁ τοῦ Κρόνου, ὦ Κρόνιε παῖ Αἰσχύλ. Πρ. 577, Πινδ. Ο. 2. 23· Κρ. ἅλς, ἡ Ἀδριατικὴ [[θάλασσα]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 327, 509. 2) [[Κρόνια]] (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Κρόνου τελουμένη κατὰ τὴν εἰκοστὴν τοῦ μηνὸς Ἑκατομβαιῶνος ([[ὅστις]] ποτὲ ἐκαλεῖτο μὴν [[Κρόνιος]], Πλουτ. Θεμ. 12)· ὄντων [[Κρονίων]] κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν [[Κρονίων]], Δημ. 708. 13· Κρ. ἐνστάντων Ἀλκίφρων 3. 57· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398· εἰς μεταγενεστέρους χρόνους τὰ [[Κρόνια]] ἦσαν τὰ παρὰ Ρωμαίοις Saturnalia· [[ὅθεν]], αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, αἱ ἡμέραι τῶν Σατουρναλίων, Πλουτ. Κικ. 18· οὕτω, ἡ Κρονικὴ ἑορτὴ Πλουτ. Πομπ. 34. 3) Κρόνιον (ἐξυπ. [[ὄρος]]), τό, [[λόφος]] τοῦ Κρόνου ἐν Ὀλυμπίᾳ, Πινδ. Ο. 1. 179, πρβλ. 5. 40., 9. 4, κτλ. ― [[ὡσαύτως]] (ἐξυπακουομ. τοῦ [[τέμενος]]) τὸ ἱερὸν [[αὐτοῦ]], Δίων Κ. 45. 17. ΙΙ. ὡς τὸ [[Κρονικός]], ἐπὶ περιφρονητικῆς σημασίας, [[Κρονίων]] ὄζειν, ἔχειν ὀσμὴν παλαιῶν χρόνων, «[[οἷον]] ἀρχαϊκῆς εὐηθείας ὀδωδὼς» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 398. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> de Cronos, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> qui descend de Cronos;<br /><b>2</b> propre à Cronos : μὴν [[Κρόνιος]] PLUT le mois des fêtes de Cronos, <i>càd</i> le mois Hécatombæon, à Athènes;<br /><b>3</b> <i>comique</i> qui date de l’époque de Cronos;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> ὁ [[Κρόνιος]] le fils de Cronos (Zeus);<br /><b>2</b> τὸ [[Κρόνιον]] ([[ὄρος]]) le mont de Cronos, <i>à Olympie</i>;<br /><b>3</b> τὰ [[Κρόνια]] les fêtes de Cronos, <i>à Athènes ; à Rome</i> les Saturnales.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]]. | |||
}} | }} |