Anonymous

κοτυλήρυτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l’on peut puiser <i>ou</i> recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]], [[ἀρύω]].
}}
}}