Anonymous

κυνοκοπέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνοκοπέω''': ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ [[νῶτον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.
|lstext='''κῠνοκοπέω''': ξυλοκοπῶ ὡς νὰ κτυπῶ σκύλλον, κυνοκοπήσω σου τὸ [[νῶτον]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 289.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />battre comme on fait d’un chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[κόπτω]].
}}
}}