3,276,318
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρότος''': -ου, ὁ, ξηρὸς [[ἦχος]] ὃν προξενεῖ τις [[ὅπως]] συναγάγῃ [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ [[κτύπημα]] τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ [[κρότος]] ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· [[ἐνόπλιος]] κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων [[κρότος]], Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, [[εὐφημία]], [[ἔπαινος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ [[γέλως]] Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε [[κροτέω]] ΙΙ. 2. β. | |lstext='''κρότος''': -ου, ὁ, ξηρὸς [[ἦχος]] ὃν προξενεῖ τις [[ὅπως]] συναγάγῃ [[σμῆνος]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ [[κτύπημα]] τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ [[κρότος]] ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· [[ἐνόπλιος]] κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων [[κρότος]], Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, [[εὐφημία]], [[ἔπαινος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς [[σημεῖον]] ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ [[γέλως]] Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε [[κροτέω]] ΙΙ. 2. β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit qu’on fait en frappant sur qch ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[κρότος]] δακτύλων ÉL bruit qu’on produit en faisant claquer les doigts;<br /><b>2</b> [[κρότος]] [[χειρῶν]] AR, <i>ou abs.</i> [[κρότος]] bruit qu’on fait en battant des mains, applaudissement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> bruit d’un discours, d’un chant.<br />'''Étymologie:''' [[κροτέω]]. | |||
}} | }} |