Anonymous

κυματίας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῡμᾰτίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, [[πλήρης]] κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· [[πόρος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]] Ἡρόδ. 8. 118.
|lstext='''κῡμᾰτίας''': Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, [[πλήρης]] κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· [[πόρος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, [[θυελλώδης]], [[ἄνεμος]] Ἡρόδ. 8. 118.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> houleux, agité;<br /><b>2</b> qui soulève les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]].
}}
}}