Anonymous

κραταίπεδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰταίπεδος''': -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν [[ἔδαφος]], κραταίπεδον [[οὖδας]], «λιθόστρωτον [[ἔδαφος]]» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
|lstext='''κρᾰταίπεδος''': -ον, ἔχων τραχύ, σκληρὸν [[ἔδαφος]], κραταίπεδον [[οὖδας]], «λιθόστρωτον [[ἔδαφος]]» (Σχόλ), Ὀδ. Ψ. 46.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au sol ferme.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πέδον]].
}}
}}