3,277,309
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωνωπεῖον''': τό, ([[κώνωψ]]) Αἰγυπτιακὴ [[κλίνη]] ἢ ἀνάκλιντρον [[μετὰ]] παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· [[ὡσαύτως]] κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ. | |lstext='''κωνωπεῖον''': τό, ([[κώνωψ]]) Αἰγυπτιακὴ [[κλίνη]] ἢ ἀνάκλιντρον [[μετὰ]] παραπετασμάτων διὰ τοὺς κώνωπας («κουνουπιέρα»), Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Κϳ, 21., ΙΓϳ, 9)· conopĭum ἐν Ὁρατ. Ἐπῳδ. 9. 16· [[ὡσαύτως]] κωνωπεών, ῶνος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 764, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ποιήματος, Παῦλ. Σιλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />moustiquaire.<br />'''Étymologie:''' [[κώνωψ]]. | |||
}} | }} |