Anonymous

κύλισμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύλισμα''': τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ [[κύλισις]], Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κυλίεταί τις, ὡς τὸ [[κυλίστρα]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.
|lstext='''κύλισμα''': τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ [[κύλισις]], Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κυλίεταί τις, ὡς τὸ [[κυλίστρα]], Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action de se rouler;<br /><b>2</b> lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).<br />'''Étymologie:''' [[κυλίνδω]].
}}
}}