3,253,641
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17. | |lstext='''κῠκεών''': -ῶνος, ὁ· αἰτιατ. κυκεῶνα (Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, Πλάτ. Πολ. 480Β, κτλ.), συντετμημένον, κυκεῶ, ὡς ἀείποτε ἐν τῇ Ὀδ. καὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ., ἀλλ’ ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε Ἐπικ. αἰτ. κυκειῶ· ([[κυκάω]]). Μεμιγμένον τι [[ποτὸν]] συσκευαζόμενον δι’ ἀναμίξεως κριθίνου ἀλεύρου, τετριμμένου τυροῦ καὶ Πραμνείου οἴνου, Ἰλ. Λ. 624, 641· εἰς ἃ ἡ Κίρκη προσέθηκε [[μέλι]] καὶ μαγικὰ φάρμακα (φάρμακα λυγρά), Ὀδ. Κ. 234 κἑξ., πρβλ. 316. Ἡ [[σύστασις]] [[αὐτοῦ]] ἦτο οἵα καὶ ἡ τοῦ ἔτνους (πηκτῆς σούπας) ὡς δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τοῦ ὅτι καλεῖται [[σῖτος]] ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., καὶ [[ποτὸν]] ἐν τῇ Ἰλ.· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 208, ὁ κυκεὼν ὁ δοθεὶς τῇ Δήμητρι περιεῖχεν ἄλφιτα, [[ὕδωρ]] καὶ γλήχωνα· οὕτω, κ. [[βληχωνίας]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· ― ἀκολούθως διάφοροι οὐσίαι ἐνεβάλλοντο εἰς τὸν κυκεῶνα, [[κυρίως]] πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν, καὶ διάφορα ὀνόματα ἐλάμβανεν [[ἑπομένως]] ὁ [[κυκεών]], ἐπ’ οἴνῳ, ἐπὶ μέλιτι, ἐφ’ ὕδατι, κτλ., Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε Foës Oecon. ― Τὸ Λατ. [[ὄνομα]] ἦτο cinnus, Arnob. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ παντὸς μίγματος, σύμφυρμα, [[σύγκραμα]], [[κυκεών]], «ἀνακάτωμα», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 14, Ἰκαρ. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br /><i>acc. sg.</i> -ῶνα, <i>par sync. et contr.</i> -ῶ :<br /><b>1</b> breuvage composé, dans l’IL de farine, de fromage râpé et de vin de Pramnos (fondue ?!?!?!), <i>postér.</i> d’ingrédients divers;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> trouble, désordre, confusion.<br />'''Étymologie:''' [[κυκάω]]. | |||
}} | }} |