Anonymous

λάλαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάλᾰξ''': ᾰγος, ὁ, [[κεκράκτης]], «φωνακλᾶς»˙ [[ὄνομα]] τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[βάβαξ]]. Πρβλ. [[λαλέω]]˙ - κατά τινας καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.
|lstext='''λάλᾰξ''': ᾰγος, ὁ, [[κεκράκτης]], «φωνακλᾶς»˙ [[ὄνομα]] τοῦ χλωροῦ (πρασίνου) βατράχου, (ἄλλως κερβέρου), Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[βάβαξ]]. Πρβλ. [[λαλέω]]˙ - κατά τινας καὶ [[εἶδος]] ὀρνέου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάλαγες.
}}
{{bailly
|btext=αγος (ὁ) :<br />le « jaseur » :<br /><b>1</b> grenouille verte, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> sorte d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[λαλέω]].
}}
}}