Anonymous

κορύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορύνη''': ἡ, ([[κόρυς]]), [[ῥόπαλον]], [[συχνάκις]] περικεκαλυμμένον διὰ σιδήρου πρὸς μάχην, σιδηρόδετον [[ῥόπαλον]], σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήξασκε φάλαγγας Ἰλ. Η. 141, πρβλ. 143 (ἴδε ἐν λέξ. [[ὅπλισμα]])· ξύλων κορύνας ἔχοντες Ἡρόδ. 1. 59· κορύναις τύπτειν Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 19· ― ποιμενικὴ [[ῥάβδος]], Θεόφρ. 7. 19. ΙΙ. μεταξὺ τῶν φυτῶν, [[βλάστημα]] ὅμοιον κορύνῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1. ΙΙΙ. = [[πόσθη]], Νικ. Ἀλ. 409, Ἀνθ. Π. 5. 129. ῠ παρ’ Ὁμ. καὶ Θεόκρ. 7. 18· ῡ ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 715, Θεόκρ. 25. 63, Νικ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 289, Spitzn. Prosod. § 59. 2.
|lstext='''κορύνη''': ἡ, ([[κόρυς]]), [[ῥόπαλον]], [[συχνάκις]] περικεκαλυμμένον διὰ σιδήρου πρὸς μάχην, σιδηρόδετον [[ῥόπαλον]], σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήξασκε φάλαγγας Ἰλ. Η. 141, πρβλ. 143 (ἴδε ἐν λέξ. [[ὅπλισμα]])· ξύλων κορύνας ἔχοντες Ἡρόδ. 1. 59· κορύναις τύπτειν Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 19· ― ποιμενικὴ [[ῥάβδος]], Θεόφρ. 7. 19. ΙΙ. μεταξὺ τῶν φυτῶν, [[βλάστημα]] ὅμοιον κορύνῃ, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 5, 1. ΙΙΙ. = [[πόσθη]], Νικ. Ἀλ. 409, Ἀνθ. Π. 5. 129. ῠ παρ’ Ὁμ. καὶ Θεόκρ. 7. 18· ῡ ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 715, Θεόκρ. 25. 63, Νικ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 289, Spitzn. Prosod. § 59. 2.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> massue, gourdin;<br /><b>2</b> bâton noueux, houlette;<br /><b>3</b> <i>membrum virile</i>, DELG <i>citant Hom.</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute apparenté à [[κόρυς]].
}}
}}