Anonymous

κύμινδις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύμινδις''': ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― [[ὄνομα]] πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ [[μέλαν]] καὶ [[μέγεθος]] ὅσον [[ἱέραξ]] ὁ [[φασσοφόνος]] καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ [[λεπτός]]». Δὲν [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] γνωστὸν τί πτηνὸν [[εἶναι]].
|lstext='''κύμινδις''': ῠ, ὁ, (ἢ ἡ, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291), γεν. -διδος Πλάτ. Κρατ. 392Α· ― [[ὄνομα]] πτηνοῦ, ἥν τ’ ἐν ὄρεσσιν χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μνημονεύεται δὲ ὡς πτηνὸν ἁρπακτικόν, (ὄνυχας ἠγκυλωμένος) ὑπὸ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1180, 1· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5 περιγράφει τὸ πτηνὸν τοῦτο (ὡς καὶ ὁ Ὅμ.) ὡς συχνάζον τὰ ὄρη, «ἔστι δὲ [[μέλαν]] καὶ [[μέγεθος]] ὅσον [[ἱέραξ]] ὁ [[φασσοφόνος]] καλούμενος καὶ τὴν ἰδέαν μακρὸς καὶ [[λεπτός]]». Δὲν [[εἶναι]] [[εἰσέτι]] γνωστὸν τί πτηνὸν [[εἶναι]].
}}
{{bailly
|btext=ιος <i>ou</i> -ιδος (ὁ) :<br />sorte de chouette, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt asianique (-νδ-).
}}
}}