Anonymous

Λάκων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Λάκων''': [ᾰ], -ωνος, [[κάτοικος]] Λακωνικῆς, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ [[Λάκαινα]] ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., [[Λακωνικός]], [[λόγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 186· [[πέπλος]] Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. [[Λάκαινα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[Λάκων]], ὁ [[βόλος]] τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.
|lstext='''Λάκων''': [ᾰ], -ωνος, [[κάτοικος]] Λακωνικῆς, [[κυρίως]] ἐπὶ ἀνδρός, τὸ δὲ [[Λάκαινα]] ἐπὶ γυναικὸς (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Πινδ. Π. 11. 24, Ἀριστοφ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Τραγ.· - [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθετ., [[Λακωνικός]], [[λόγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 186· [[πέπλος]] Ἀνθ. Π. 6. 292· πρβλ Λοβεκ. Φρύνιχ. 341· θηλ. [[Λάκαινα]], ὃ ἴδε. ΙΙ. [[Λάκων]], ὁ [[βόλος]] τις τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2, 3.
}}
{{bailly
|btext=ωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />de Lacédémone, lacédémonien.
}}
}}