Anonymous

λαοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱοπόρος''': -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.
|lstext='''λᾱοπόρος''': -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui procure le passage au peuple <i>ou</i> à l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[λαός]], [[πόρος]].
}}
}}