3,273,800
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κώπη''': ἡ, πᾶν [[εἶδος]] λαβῆς (ἴδε ἐν τέλ.)· ἰδίως, 1) ἡ λαβὴ κώπης, καὶ [[καθόλου]] αὐτὴ ἡ [[κώπη]] (τὸ «κουπί»), ἐμβαλέειν κώπῃς Ὀδ. Ι. 489., Κ. 129 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· κώπῃσιν ἅλα τύπτειν Ὀδ. Μ. 214· ἀκολούθως ἐν Πινδ. Π. 10. 79, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = [[θαλαμίτης]], μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταπεινῆς κοινωνικῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1818· πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Σοφ. Τρ. 561· παραπέμπειν ἐφ’ [[ἕνδεκα]] κώπαις, παροιμ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς σημαίνουσα, [[συνοδεύω]] μὲ πάσας τὰς τιμάς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546, πρβλ. Εὐστ. 1540, Σουΐδ. ἐν λ. ἐφ’ [[ἕνδεκα]], καὶ ἴδε [[ἐμβάλλω]] ΙΙ. 3, [[ἀναφέρω]] ΙΙ. 1· ἐν κώπαισι [[πλεῖν]], [[καταφεύγω]] εἰς τὰς κώπας [[ὁπόταν]] ὁ [[ἄνεμος]] καταπέσῃ, Μένανδ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10, 6. ― ποιητ. πρὸς δήλωσιν τῶν πλοίων, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ, ἐπὶ τοῦ στόλου τοῦ Ἀγαμέμνονος, Εὐρ. Ι. Τ. 140, πρβλ. Ἠλ. 1272, 1452. 2) ἡ λαβὴ ξίφους, Λατ. manubrium, capulus, ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Ἰλ. Α. 219, πρβλ. Ὀδ. Θ. 403· ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην Λ. 531· κώπης ἐπιψαύειν Σοφ. Φ. 1255· [[φάσγανον]] κώπης λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 543. 3) ἡ λαβὴ κλειδός, [[κώπη]] δ’ ἐλέφαντος [[ἐπῆεν]] Ὀδ. Φ. 7. 4) ἡ λαβὴ λαμπάδος ἢ πυρσοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 484. 5) τὸ [[ξύλον]] τὸ ἐφηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω «μυλόπετραν», ἣν στρέφει ὁ [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]] προσδενόμενος εἰς τὸ [[ξύλον]], Λουκ. Ὄν. 42· αὐτὸς ὁ [[μύλος]], Διόδ. 3. 13. 6) ἡ λαβὴ μάστιγος Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Λατ. cap-io, cap-ax, cap-ulus· Γοτθ. haf-jan (αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξον. hœf-t (haft), κτλ.). | |lstext='''κώπη''': ἡ, πᾶν [[εἶδος]] λαβῆς (ἴδε ἐν τέλ.)· ἰδίως, 1) ἡ λαβὴ κώπης, καὶ [[καθόλου]] αὐτὴ ἡ [[κώπη]] (τὸ «κουπί»), ἐμβαλέειν κώπῃς Ὀδ. Ι. 489., Κ. 129 ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.)· κώπῃσιν ἅλα τύπτειν Ὀδ. Μ. 214· ἀκολούθως ἐν Πινδ. Π. 10. 79, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, = [[θαλαμίτης]], μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου ταπεινῆς κοινωνικῆς τάξεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1818· πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων Σοφ. Τρ. 561· παραπέμπειν ἐφ’ [[ἕνδεκα]] κώπαις, παροιμ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς σημαίνουσα, [[συνοδεύω]] μὲ πάσας τὰς τιμάς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546, πρβλ. Εὐστ. 1540, Σουΐδ. ἐν λ. ἐφ’ [[ἕνδεκα]], καὶ ἴδε [[ἐμβάλλω]] ΙΙ. 3, [[ἀναφέρω]] ΙΙ. 1· ἐν κώπαισι [[πλεῖν]], [[καταφεύγω]] εἰς τὰς κώπας [[ὁπόταν]] ὁ [[ἄνεμος]] καταπέσῃ, Μένανδ. ἐν «Θρασυλέοντι» 2, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10, 6. ― ποιητ. πρὸς δήλωσιν τῶν πλοίων, σὺν κώπᾳ χιλιοναύτᾳ, ἐπὶ τοῦ στόλου τοῦ Ἀγαμέμνονος, Εὐρ. Ι. Τ. 140, πρβλ. Ἠλ. 1272, 1452. 2) ἡ λαβὴ ξίφους, Λατ. manubrium, capulus, ἐπ’ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα Ἰλ. Α. 219, πρβλ. Ὀδ. Θ. 403· ξίφεος δ’ ἐπεμαίετο κώπην Λ. 531· κώπης ἐπιψαύειν Σοφ. Φ. 1255· [[φάσγανον]] κώπης λαβεῖν Εὐρ. Ἑκ. 543. 3) ἡ λαβὴ κλειδός, [[κώπη]] δ’ ἐλέφαντος [[ἐπῆεν]] Ὀδ. Φ. 7. 4) ἡ λαβὴ λαμπάδος ἢ πυρσοῦ, Εὐρ. Κύκλ. 484. 5) τὸ [[ξύλον]] τὸ ἐφηρμοσμένον εἰς τὴν ἄνω «μυλόπετραν», ἣν στρέφει ὁ [[ἵππος]] ἢ [[ὄνος]] προσδενόμενος εἰς τὸ [[ξύλον]], Λουκ. Ὄν. 42· αὐτὸς ὁ [[μύλος]], Διόδ. 3. 13. 6) ἡ λαβὴ μάστιγος Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Λατ. cap-io, cap-ax, cap-ulus· Γοτθ. haf-jan (αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξον. hœf-t (haft), κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> manche de rame, <i>d’où</i><br /><b>1</b> rame;<br /><b>2</b> vaisseau ; <i>collect.</i> flotte ; σὺν κώπᾳ <i>dor.</i> χιλιοναύτᾳ EUR avec une flotte de mille marins;<br /><b>II.</b> garde d’une épée;<br /><b>III.</b> poignée :<br /><b>1</b> poignée d’une clé;<br /><b>2</b> manivelle de meule.<br />'''Étymologie:''' R. Καπ, prendre, tenir ; cf. <i>lat.</i> capio, capulus, etc. | |||
}} | }} |