Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κωτίλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωτίλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· [[οὕτως]], ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
|lstext='''κωτίλλω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., φλυαρῶ, πολλὰ [[λέγω]], ἀδολεσχῶ, Λατ. garrire, κατὰ τὸ πλεῖστον [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ κολακεύειν, περιποιεῖσθαι διὰ λόγων, αἱμύλα κωτίλλειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 372· μαλθακὰ κ. Θέογν. 850· ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν Φωκυλ. 11· [[οὕτως]], ἀνάνυτα κ. Θεοκρ. 15. 87· ἑλικτὰ ἔπη Λυκ. 1466· τοιαῦτα Βαβρ. 101. 87· τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 44· κώτιλλε Ἑλλάδιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 34. ΙΙ. μεταφ., ἐξαπατῶ διὰ καλῶν ἢ κολακευτικῶν λόγων, εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρὸν Θέογν. 363· μὴ κώτιλλέ με, μή με δελέαζε διὰ κολακειῶν, Σοφ. Ἀντ. 756.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> jaser, babiller;<br /><b>II. 1</b> amuser par son babil, cajoler, séduire, acc.;<br /><b>2</b> fatiguer de son bavardage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κωτίλος]].
}}
}}