Anonymous

κώνωψ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώνωψ''': -ωπος, ὁ, = «κουνοῦπι», Λατ. culex, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Ἀγ. 892, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1038· παράγονται δὲ οἱ κώνωπες ἐκ σκωλήκων ἐν τῷ καθιζήματι τοῦ ὄξους, καὶ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μικρότεροι τῶν ἐμπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 23, πρβλ. 4. 5, 29· κατὰ τὸν Sundevall, Stomoxys calcitrans.
|lstext='''κώνωψ''': -ωπος, ὁ, = «κουνοῦπι», Λατ. culex, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Ἀγ. 892, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1038· παράγονται δὲ οἱ κώνωπες ἐκ σκωλήκων ἐν τῷ καθιζήματι τοῦ ὄξους, καὶ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] μικρότεροι τῶν ἐμπίδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 23, πρβλ. 4. 5, 29· κατὰ τὸν Sundevall, Stomoxys calcitrans.
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />cousin, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]], [[ὤψ]].
}}
}}