Anonymous

λείψανον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λείψᾰνον''': τό, ([[λείπω]]) [[τεμάχιον]] ἀπολειφθέν, [[θραῦσμα]], ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[λείψανον]] φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς [[λείψανον]] Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «[[λείψανον]]» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - [[ἀλλά]], ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., [[εἶναι]] τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν [[ὄνομα]], κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
|lstext='''λείψᾰνον''': τό, ([[λείπω]]) [[τεμάχιον]] ἀπολειφθέν, [[θραῦσμα]], ὑπόλοιπον, τὸ ἀπομένον, Ἀργοῦς Εὐρ. Μήδ. 1387· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπου, [[λείψανον]] φίλων, Φρυγῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 554, Τρῳ. 711· τὸ νῦν αὐτῆς [τῆς γῆς] λ. Πλάτ. Κριτί. 110Ε, πρβλ. 111Α· δάκρυα... στοργᾶς [[λείψανον]] Ἀνθ. ΙΙ. 7. 476. 2) [[συχνάκις]] ἐν τῷ πληθ., λείψανα, ὑπόλοιπα, «ἀπομεινάρια», «[[λείψανον]]» (νεκροῦ), Λατ. reliquiae, λείψαν’ ἐκβάλλειν κυσὶν Εὐρ. Ἀπόσπ. 472· θανόντος λείψανα Σοφ. Ἠλ. 1113· τὰ λ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86C· βωμὸς λ. φωτὸς ἔχει Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4079b, κ. ἀλλ.· - [[ἀλλά]], ἀγαθῶν ἀνδρῶν λ., [[εἶναι]] τὰ καλὰ αὐτῶν ἔργα, τὸ καλὸν [[ὄνομα]], κτλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 774· λείψανα, ἀπομεινάρια νεότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1066· λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων, τὰ ἑπόμενα τῶν..., Λογγῖν. 9. 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />reste ; τὰ λείψανα restes d’un mort.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]].
}}
}}