Anonymous

κυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠλίνδω''': Ὅμ. καὶ Τραγ., [[ὡσαύτως]] παρὰ Τηλεκλείδῃ ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249, ἀλλὰ παρὰ πεζολόγοις συνηθέστερον [[κυλινδέω]], (ἀλλ’ ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφὴ ὁ [[τύπος]] καλινδέω), [[ὡσαύτως]] ἐν Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 4, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, καὶ ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις· πρβλ. [[μετακυλινδέω]]· παρὰ μεταγεν. καὶ [[κυλίω]] (ὃ ἴδε), [[ὅπερ]] [[ὅμως]] χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν τῶν παραγώγων χρόνων· ― μέλλ. κυλινδήσω μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 35· ― ἀόρ. ἐκύλῑσα Ἀποσπ. Τραγ. 2. 20 Wagn., Θεόκρ., κτλ., πρβλ. εἰσ-, ἐκ-[[κυλίνδω]]. Μέσ., παρατ. ἐν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέλλ. κυλίσομαι (προ-) Ἀππιαν. ἀόρ. ἐκυλισάμην (ἐκ-), Λουκ. Ἱππίας 6. ― Παθ., μέλλ. κυλισθήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἀόρ. ἐκυλίσθην, Ἀριστ. Μηχαν 24, 13, Ἐπικ. κυλίσθ-, Ἰλ. Ρ. 99, Σοφ. Ἠλ. 50, Ἀποσπ. 334· μεταγεν. κυλινδηθεὶς Στράβ. 659· πρκμ. κεκύλισμαι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 63, Ἀθήν.· ὑπερσ. ἐκεκύλιστο Νόνν. Δ. 5. 47. ― Περὶ τῆς [[ποικιλίας]] τῶν τύπων, ἴδε Veitch Gr. Verbs. ἐν λέξ. (Συγγενὲς τῷ καλινδέω, [[ἀλινδέω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[κίρκος]].) Κυλίω τι, ὀστέα... εἰν ἁλὶ [[κῦμα]] κυλίνδει Ὀδ. Α. 162, πρβλ. Ξ. 315· Βορέης μέγα [[κῦμα]] κυλίνδων Ε. 296· [[οἶδμα]]... κυλίνδει [[βυσσόθεν]] θῖνα Σοφ. Ἀντ. 590· κυλίνδετ’ [[εἴσω]] τὸν δυσδαίμονα, κυλίσατέ τον μέσα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249· ὁλοιτρόχους κυλινδεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, πρβλ. 4. 7, 4· [[Νεῖλος]] [[ἔνθα]]... γαῖαν κυλίνδει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· μεταφ., [[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, ἐπικυλίει δυστυχίαν ἐπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ρ. 688· στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α· 35, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. 2) [[ἀναστρέφω]] ἐν τῇ διανοίᾳ μου, Πινδ. Ν. 4. 66. 3) ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε [[πρόσω]], ἀπεμάκρυνεν αὐτάς, Ἀνθ. Π. 7. 490. ΙΙ. Παθ., κυλίομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., τρόφι [[κῦμα]] κυλίνδεται Ἰλ. Λ. 307, πρβλ. Ὀδ. Η. 147· [[πέδονδε]] κυλίνδετο [[λᾶας]] ἀναιδὴς Λ. 598, πρβλ. Ἰλ. Ν. 142., Ξ. 411· νῶιν δὴ τόδε [[πῆμα]] κυλίνδεται Λ. 347, πρβλ. Ὀδ. Β. 163., Θ. 81· κυλίομαι ὡς [[πλοῖον]] ἐν θαλάσσῃ, Πινδ. Ο. 12. 9· περιδινοῦμαι περὶ τροχόν, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 43· κυλινδομένη [[φλόξ]], ἡ περιδινουμένη [[φλόξ]], [[αὐτόθι]] 1. 45· νεφέλαι κυλινδόμεναι Ἀριστοφ. Νεφ. 375· [[μεταξύ]] που κ. τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος... Πλάτ. Πολ. 479D. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον, κυλιόμενος ἐντὸς κόπρου, εἰς ἔνδειξιν θλίψεως, Ἰλ. Χ. 414· κλαίων τε κυλινδόμενός τ’ Ὀδ. Δ. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, ὡς τὸ [[καλινδέομαι]], Ξεν. Ἀν. 5. 2, 31, κτλ.· [[ψυχή]]... περὶ τάφους κυλινδουμένη Πλάτ. Φαίδων 81D· ἐν δικαστηρίοις ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 172C· πρὸ ποδῶν κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432D· ― μεταφ., ἐν ἀμηχανίῃσι κ. Θέογν. 619· ἐν ἀμαθίᾳ κ. Πλάτ. Φαίδων 82E, Πολιτ. 309Α· ἐν πότοις καὶ γυναιξὶν Πλούτ. 2. 184F. β. κυλίομαι, [[πίπτω]] κατὰ κεφαλῆς, ἐκ δίφρων κυλισθεὶς Σοφ. Ἠλ. 50. γ. κυλίομαι κατὰ γῆς, κυλισθεὶς ὡς [[ὄνος]] ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 334· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 7. 3) ἐπὶ χρόνου, κυλινδομέναις ἁμέραις Πινδ. Ι. 3. 29. 4) ἐπὶ λόγων, μεταδίδομαι ἀπὸ ἀνθρώπου εἰς ἄνθρωπον, δηλ. διαλαλοῦμαι, συνεχῶς λέγομαι, ὡς τὸ Λατ. jactari, τοὔνομ’ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ἀριστοφ. Σφ. 492· κ. πᾶς [[λόγος]] παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Ε.
|lstext='''κῠλίνδω''': Ὅμ. καὶ Τραγ., [[ὡσαύτως]] παρὰ Τηλεκλείδῃ ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249, ἀλλὰ παρὰ πεζολόγοις συνηθέστερον [[κυλινδέω]], (ἀλλ’ ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφὴ ὁ [[τύπος]] καλινδέω), [[ὡσαύτως]] ἐν Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 4, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, καὶ ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις· πρβλ. [[μετακυλινδέω]]· παρὰ μεταγεν. καὶ [[κυλίω]] (ὃ ἴδε), [[ὅπερ]] [[ὅμως]] χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν τῶν παραγώγων χρόνων· ― μέλλ. κυλινδήσω μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 35· ― ἀόρ. ἐκύλῑσα Ἀποσπ. Τραγ. 2. 20 Wagn., Θεόκρ., κτλ., πρβλ. εἰσ-, ἐκ-[[κυλίνδω]]. Μέσ., παρατ. ἐν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέλλ. κυλίσομαι (προ-) Ἀππιαν. ἀόρ. ἐκυλισάμην (ἐκ-), Λουκ. Ἱππίας 6. ― Παθ., μέλλ. κυλισθήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἀόρ. ἐκυλίσθην, Ἀριστ. Μηχαν 24, 13, Ἐπικ. κυλίσθ-, Ἰλ. Ρ. 99, Σοφ. Ἠλ. 50, Ἀποσπ. 334· μεταγεν. κυλινδηθεὶς Στράβ. 659· πρκμ. κεκύλισμαι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 63, Ἀθήν.· ὑπερσ. ἐκεκύλιστο Νόνν. Δ. 5. 47. ― Περὶ τῆς [[ποικιλίας]] τῶν τύπων, ἴδε Veitch Gr. Verbs. ἐν λέξ. (Συγγενὲς τῷ καλινδέω, [[ἀλινδέω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[κίρκος]].) Κυλίω τι, ὀστέα... εἰν ἁλὶ [[κῦμα]] κυλίνδει Ὀδ. Α. 162, πρβλ. Ξ. 315· Βορέης μέγα [[κῦμα]] κυλίνδων Ε. 296· [[οἶδμα]]... κυλίνδει [[βυσσόθεν]] θῖνα Σοφ. Ἀντ. 590· κυλίνδετ’ [[εἴσω]] τὸν δυσδαίμονα, κυλίσατέ τον μέσα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249· ὁλοιτρόχους κυλινδεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, πρβλ. 4. 7, 4· [[Νεῖλος]] [[ἔνθα]]... γαῖαν κυλίνδει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· μεταφ., [[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, ἐπικυλίει δυστυχίαν ἐπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ρ. 688· στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α· 35, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. 2) [[ἀναστρέφω]] ἐν τῇ διανοίᾳ μου, Πινδ. Ν. 4. 66. 3) ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε [[πρόσω]], ἀπεμάκρυνεν αὐτάς, Ἀνθ. Π. 7. 490. ΙΙ. Παθ., κυλίομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., τρόφι [[κῦμα]] κυλίνδεται Ἰλ. Λ. 307, πρβλ. Ὀδ. Η. 147· [[πέδονδε]] κυλίνδετο [[λᾶας]] ἀναιδὴς Λ. 598, πρβλ. Ἰλ. Ν. 142., Ξ. 411· νῶιν δὴ τόδε [[πῆμα]] κυλίνδεται Λ. 347, πρβλ. Ὀδ. Β. 163., Θ. 81· κυλίομαι ὡς [[πλοῖον]] ἐν θαλάσσῃ, Πινδ. Ο. 12. 9· περιδινοῦμαι περὶ τροχόν, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 43· κυλινδομένη [[φλόξ]], ἡ περιδινουμένη [[φλόξ]], [[αὐτόθι]] 1. 45· νεφέλαι κυλινδόμεναι Ἀριστοφ. Νεφ. 375· [[μεταξύ]] που κ. τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος... Πλάτ. Πολ. 479D. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον, κυλιόμενος ἐντὸς κόπρου, εἰς ἔνδειξιν θλίψεως, Ἰλ. Χ. 414· κλαίων τε κυλινδόμενός τ’ Ὀδ. Δ. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, ὡς τὸ [[καλινδέομαι]], Ξεν. Ἀν. 5. 2, 31, κτλ.· [[ψυχή]]... περὶ τάφους κυλινδουμένη Πλάτ. Φαίδων 81D· ἐν δικαστηρίοις ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 172C· πρὸ ποδῶν κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432D· ― μεταφ., ἐν ἀμηχανίῃσι κ. Θέογν. 619· ἐν ἀμαθίᾳ κ. Πλάτ. Φαίδων 82E, Πολιτ. 309Α· ἐν πότοις καὶ γυναιξὶν Πλούτ. 2. 184F. β. κυλίομαι, [[πίπτω]] κατὰ κεφαλῆς, ἐκ δίφρων κυλισθεὶς Σοφ. Ἠλ. 50. γ. κυλίομαι κατὰ γῆς, κυλισθεὶς ὡς [[ὄνος]] ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 334· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 7. 3) ἐπὶ χρόνου, κυλινδομέναις ἁμέραις Πινδ. Ι. 3. 29. 4) ἐπὶ λόγων, μεταδίδομαι ἀπὸ ἀνθρώπου εἰς ἄνθρωπον, δηλ. διαλαλοῦμαι, συνεχῶς λέγομαι, ὡς τὸ Λατ. jactari, τοὔνομ’ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ἀριστοφ. Σφ. 492· κ. πᾶς [[λόγος]] παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κυλίσω]], <i>ao.</i> [[ἐκύλισα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐκυλίσθην, <i>pf.</i> κεκύλισμαι;<br />rouler : ὀστέα [[εἰν]] ἁλὶ [[κῦμα]] κυλίνδει OD le flot roule les ossements dans la mer ; <i>fig.</i> κ. πῆμά τινι IL envoyer une calamité à qqn;<br /><i>Pass.-Moy.</i> <b>1</b> être roulé <i>ou</i> se rouler : [[ἐκ]] δίφρων SOPH rouler en tombant d’un char ; κατὰ κόπρον IL se rouler dans la fange (en signe de deuil) ; κλαίων [[τε]] κυλινδόμενός [[τε]] OD pleurant et se roulant (dans la poussière) ; <i>en parl. de bruits, de paroles qui circulent</i>;<br /><b>2</b> rouler, <i>càd</i> aller et venir, fréquenter sans cesse (<i>cf. lat.</i> versari) ; <i>fig.</i> κ. [[ἐν]] ἀμαθίᾳ PLAT se vautrer <i>ou</i> vivre dans l’ignorance.<br />'''Étymologie:''' R. Κυρ, Κυλ, être recourbé <i>ou</i> arrondi ; cf. [[κυλίω]], [[κύλινδρος]], etc.
}}
}}