Anonymous

λαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰλᾰγέω''': φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα [[αὐτόθι]] 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, [[τερετίζω]], πιππύζω, [[κτίζω]], Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9˙ πρβλ. [[λαλέω]].
|lstext='''λᾰλᾰγέω''': φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα [[αὐτόθι]] 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, [[τερετίζω]], πιππύζω, [[κτίζω]], Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9˙ πρβλ. [[λαλέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />gazouiller, murmurer.<br />'''Étymologie:''' [[λαλαγή]].
}}
}}