Anonymous

κριβανωτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑβᾰνωτός''': -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· [[ἐντεῦθεν]] κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. [[κριβανίτης]])· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
|lstext='''κρῑβᾰνωτός''': -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· [[ἐντεῦθεν]] κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. [[κριβανίτης]])· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cuit dans un four de campagne ; <i>subst.</i> ὁ [[κριβανωτός]] ([[ἄρτος]]) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[κρίβανος]].
}}
}}