Anonymous

ληκάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκάω''': [[λαικάζω]]: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ ([[οὕτως]] ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, [[τουτέστι]] διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ληκάω''': [[λαικάζω]]: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ ([[οὕτως]] ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, [[τουτέστι]] διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[βινέω]], « sauter » (une femme) Hsch.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[λικερτίζω]].
}}
}}