Anonymous

λευκώλενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκώλενος''': -ον, ἔχων λευκοὺς τοὺς βραχίονας, ἐπίθετον τῆς Ἥρας, Ἰλ. Α. 55, 195, κτλ.· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ἑλένης, Ἀνδρομάχης, Ἀρήτης, Ὅμ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 913, Πινδ. Π. 3. 176. κλ.· ἐπὶ ἀμφιπόλων, Ὀδ. Ζ. 239, Σ. 198, Τ. 60· λ. [[λίνον]], [[ἴσως]] ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ [[λευκόλινον]], ἐπὶ ἀχρήστου γυναικός, Παροιμιογρ.
|lstext='''λευκώλενος''': -ον, ἔχων λευκοὺς τοὺς βραχίονας, ἐπίθετον τῆς Ἥρας, Ἰλ. Α. 55, 195, κτλ.· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ἑλένης, Ἀνδρομάχης, Ἀρήτης, Ὅμ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 913, Πινδ. Π. 3. 176. κλ.· ἐπὶ ἀμφιπόλων, Ὀδ. Ζ. 239, Σ. 198, Τ. 60· λ. [[λίνον]], [[ἴσως]] ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ [[λευκόλινον]], ἐπὶ ἀχρήστου γυναικός, Παροιμιογρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux coudes blancs, aux bras blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ὠλένη]].
}}
}}