Anonymous

λεοντόχλαινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόχλαινος''': -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. [[λεοντάγχωνος]].
|lstext='''λεοντόχλαινος''': -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. [[λεοντάγχωνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />revêtu d’une crinière de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[χλαῖνα]].
}}
}}