3,276,318
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, [[λιθοξόος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀνδριαντοποιός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4. | |lstext='''λῐθουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ ἐργαζόμενος τὸν λίθον, [[λιθοξόος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134, Θουκ. 4. 69., 5. 82· συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[ἀνδριαντοποιός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 1. 2) σιδήρια λιθουργά, τοῦ λιθοξόου τὰ ἐργαλεῖα, Θουκ. 4. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui sert à travailler la pierre;<br /><b>2</b> ὁ [[λιθουργός]] tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |