3,277,060
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε. | |lstext='''κυᾰμευτός''': -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. [[ψηφοφορία]], [[ψηφοφορία]] διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]]. | |||
}} | }} |