Anonymous

λιγυρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε˙ - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590˙ ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242˙ λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])˙ λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205˙ - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44˙ λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183˙ ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290˙ ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581˙ λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 278˙ - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.˙ - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939˙ οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71˙ - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C˙ φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66˙ καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.˙ - μεταφορ., συμβιῶναι... [[ἥδιστος]] καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. [[μαλακός]], [[εὔκαμπτος]], ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
|lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε˙ - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590˙ ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242˙ λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])˙ λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205˙ - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44˙ λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183˙ ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290˙ ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581˙ λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 278˙ - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.˙ - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939˙ οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71˙ - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C˙ φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66˙ καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.˙ - μεταφορ., συμβιῶναι... [[ἥδιστος]] καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. [[μαλακός]], [[εὔκαμπτος]], ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui rend un son aigu <i>ou</i> sifflant;<br /><b>2</b> qui rend un son clair <i>ou</i> mélodieux;<br /><i>Cp.</i> λιγυρώτερος, <i>Sp.</i> λιγυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]].
}}
}}