Anonymous

λαιψηρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαιψηρός''': -ά, -όν, [[ἐλαφρός]], [[κοῦφος]], [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], λαιψηρά τε [[γοῦνα]] Ἰλ. Χ. 204, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ἔχων κοῦφον τὸν [[πόδα]], [[εὐκίνητος]], ὠκύς, Φ. 264· οὕτω, λαιψηροῖς βελέεσσι Φ. 278· ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ. 17· λ. [[δρόμος]], πόδες Πινδ. Π. 9. 215, Ν. 10. 118· γνάθοι Εὐρ. Ἄλκ. 494· πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁρμητικῶς, [[ταχέως]], Εὐρ. Ἴων 717. (Ποιητ. λέξ., ἀναμφιβόλως = [[αἰψηρός]], ἐκ τοῦ [[αἶψα]], πρβλ. Λλ. ΙΙ. 2).
|lstext='''λαιψηρός''': -ά, -όν, [[ἐλαφρός]], [[κοῦφος]], [[ταχύς]], [[εὐκίνητος]], λαιψηρά τε [[γοῦνα]] Ἰλ. Χ. 204, κ. ἀλλ.· ἐπὶ προσώπων, ἔχων κοῦφον τὸν [[πόδα]], [[εὐκίνητος]], ὠκύς, Φ. 264· οὕτω, λαιψηροῖς βελέεσσι Φ. 278· ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Ξ. 17· λ. [[δρόμος]], πόδες Πινδ. Π. 9. 215, Ν. 10. 118· γνάθοι Εὐρ. Ἄλκ. 494· πόλεμοι Πινδ. Ο. 12. 5· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁρμητικῶς, [[ταχέως]], Εὐρ. Ἴων 717. (Ποιητ. λέξ., ἀναμφιβόλως = [[αἰψηρός]], ἐκ τοῦ [[αἶψα]], πρβλ. Λλ. ΙΙ. 2).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />véhément, rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' préf. λα-, [[αἶψα]].
}}
}}