3,274,131
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέπαργος''': -ον, ([[λέπος]]) ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ λευκὰ πτερά, [[κίρκος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 5· ἐπὶ τράγου, ὁ λευκοκοίλιος ἢ [[λευκόπλευρος]], Θεόκρ. 4. 45· ― ὡς οὐσιαστ., [[λέπαργος]], ὁ, ἐπὶ ὄνου, Νικ. Θηρ. 349, Ἡσύχ. | |lstext='''λέπαργος''': -ον, ([[λέπος]]) ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ λευκὰ πτερά, [[κίρκος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 5· ἐπὶ τράγου, ὁ λευκοκοίλιος ἢ [[λευκόπλευρος]], Θεόκρ. 4. 45· ― ὡς οὐσιαστ., [[λέπαργος]], ὁ, ἐπὶ ὄνου, Νικ. Θηρ. 349, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a la peau blanche, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λέπος]], [[ἀργός]]. | |||
}} | }} |