3,274,916
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]]. | |lstext='''λήθαργος''': -ον, ([[λήθη]]) ὁ τῇ λήθῃ [[ταχύς]], [[ἐπιλήσμων]], Ἡσύχ. 2) [[μετὰ]] γεν., [[ἐπιλήσμων]] τινός, λησμονῶν τι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 447, Ἀνθ. Π. 5. 152· λήθαργε κακῶν 12. 80· - [[λέξις]] μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ [[ἐπιλήσμων]], Φρύνιχ. 416. ΙΙ) ὠς οὐσιαστικόν, ἡ ληθαργικὴ [[κατάστασις]], ὁ [[λήθαργος]], Ἱππ. 484. 17, κτλ., Λυκόφρ. 241· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 11· - παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1248, ληθαργικὸς πυρετὸς, Σοφ. Ἀποσπ. 902, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068. ἴδε ἐν λέξ. [[λαίθαργος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> léthargique;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> qui oublie, oublieux;<br /><b>2</b> lent, paresseux (animaux);<br /><b>3</b> sournois, perfide (chien).<br />'''Étymologie:''' [[λήθη]], [[ἀργός]]². | |||
}} | }} |