Anonymous

λινόκλωστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνόκλωστος''': -ον, ὁ κλώθων [[λινάριον]], [[ἠλακάτη]] Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, [[φᾶρος]] Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. [[λινουλκός]].
|lstext='''λῐνόκλωστος''': -ον, ὁ κλώθων [[λινάριον]], [[ἠλακάτη]] Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, [[φᾶρος]] Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. [[λινουλκός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sert à filer le lin.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[κλώθω]].
}}
}}