3,277,055
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠρηβάζω''': μέλλ. -άσω, [[μάχομαι]], πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272˙ μεταφ., τὸ [[σκέλος]] κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ [[σκέλος]], ἢ τὸ [[σκέλος]] μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ [[λοιδορέω]], Φώτ., πρβλ. [[κυρίσσω]]. | |lstext='''κῠρηβάζω''': μέλλ. -άσω, [[μάχομαι]], πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272˙ μεταφ., τὸ [[σκέλος]] κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ [[σκέλος]], ἢ τὸ [[σκέλος]] μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἀντὶ τοῦ [[λοιδορέω]], Φώτ., πρβλ. [[κυρίσσω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> frapper à coups de cornes;<br /><b>2</b> <i>p. ext. c.</i> [[διαμάχομαι]].<br />'''Étymologie:''' v. [[κυρίττω]]. | |||
}} | }} |