3,277,055
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λαμπᾰδοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, [[λαμπρός]], [[ἡμέρα]] Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. [[δρόμος]] Λυκόφρ. 734· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ [[φέρω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ. | |lstext='''λαμπᾰδοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, [[λαμπρός]], [[ἡμέρα]] Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. [[δρόμος]] Λυκόφρ. 734· - [[ἐντεῦθεν]] λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ [[φέρω]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui montre une flamme ; [[λαμπαδοῦχος]] [[ἁμέρα]] EUR flambeau du jour.<br />'''Étymologie:''' [[λαμπάς]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |