Anonymous

λοβός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοβός''': -οῦ, ὁ, ([[λέπω]]) ὁ [[λοβός]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], ἐΰτρητοι ([[ὅπως]] φέρωσιν ἐνώτια) λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 5. 8, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ἄκροι λ. Λυκόφρ. 1401. 2) ὁ λοβὸς τοῦ [[ἥπατος]], εἰς ὅν ἰδιαιτέραν προσοχὴν ἔδιδον κατὰ τὴν μαντείαν, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Εὐρ. Ἠλ. 827, Πλάτ. Τίμ. 71C· [[καθόλου]], τὸ [[ἧπαρ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 158. ΙΙ. τὸ [[κέλυφος]] τῶν ὀσπρίων (ἅτινα ἐκ τούτου καλοῦνται ἔλοβα), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, κτλ.· ἐκ τούτων οἱ φασίολοι ἢ δόλιχοι, ἐκαλοῦντο [[ἁπλῶς]] λοβοί, [[ἐπειδὴ]] ἐτρώγοντο [[μετὰ]] τοῦ κελύφους αὐτῶν, Γαλην., κτλ. 2) ἐν τοῖς πετάλοις τῶν ῥόδων τὸ λευκὸν [[μέρος]], ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ὄνυξ]], ὁ αὐτ.
|lstext='''λοβός''': -οῦ, ὁ, ([[λέπω]]) ὁ [[λοβός]], τὸ κατώτατον [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], ἐΰτρητοι ([[ὅπως]] φέρωσιν ἐνώτια) λοβοὶ Ἰλ. Ξ. 182, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 5. 8, Ἱππ. Προγν. 36, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1· ἄκροι λ. Λυκόφρ. 1401. 2) ὁ λοβὸς τοῦ [[ἥπατος]], εἰς ὅν ἰδιαιτέραν προσοχὴν ἔδιδον κατὰ τὴν μαντείαν, Αἰσχύλ. Πρ. 495, Εὐρ. Ἠλ. 827, Πλάτ. Τίμ. 71C· [[καθόλου]], τὸ [[ἧπαρ]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 158. ΙΙ. τὸ [[κέλυφος]] τῶν ὀσπρίων (ἅτινα ἐκ τούτου καλοῦνται ἔλοβα), Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 11, 2, κτλ.· ἐκ τούτων οἱ φασίολοι ἢ δόλιχοι, ἐκαλοῦντο [[ἁπλῶς]] λοβοί, [[ἐπειδὴ]] ἐτρώγοντο [[μετὰ]] τοῦ κελύφους αὐτῶν, Γαλην., κτλ. 2) ἐν τοῖς πετάλοις τῶν ῥόδων τὸ λευκὸν [[μέρος]], ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ὄνυξ]], ὁ αὐτ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lobe, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bout de l’oreille;<br /><b>2</b> lobe du foie ; foie.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, peler, <i>ou</i> Λαβ, prendre.
}}
}}