Anonymous

λιθιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθιάω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[πάσχω]] ἐκ λιθιάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 916Α, Ἀριστ. Προβλ. 10. 43˙ λιθιώντων αὐτῷ τῶν ἄρθρων Φιλόστρ. 543. Ὁ δοκιμώτερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[λιθάω]], λιθῶ καὶ οὕτω πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ παρὰ Πλάτ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. λιθῶντας˙ Ἐπικ. μετοχ. λιθόωσα, = πολύλιθος, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.˙ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 80.
|lstext='''λῐθιάω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., [[πάσχω]] ἐκ λιθιάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 916Α, Ἀριστ. Προβλ. 10. 43˙ λιθιώντων αὐτῷ τῶν ἄρθρων Φιλόστρ. 543. Ὁ δοκιμώτερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[λιθάω]], λιθῶ καὶ οὕτω πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ παρὰ Πλάτ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. λιθῶντας˙ Ἐπικ. μετοχ. λιθόωσα, = πολύλιθος, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.˙ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 80.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> avoir la maladie de la pierre;<br /><b>2</b> avoir les articulations raides et nouées <i>en parl. de la goutte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
}}
}}