Anonymous

λιθοξόος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοξόος''': ὁ, (ξέω) [[ἐργάτης]] λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
|lstext='''λῐθοξόος''': ὁ, (ξέω) [[ἐργάτης]] λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, [[ἔνθα]] ἴδε Hemst.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tailleur de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ξέω]].
}}
}}