3,271,289
edits
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῠκοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, [[φυτόν]] τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, [[ἀκόνιτον]], Γαλην. 13, σ. 158. | |lstext='''λῠκοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, [[φυτόν]] τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, [[ἀκόνιτον]], Γαλην. 13, σ. 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tueur de loups (Apollon);<br /><b>2</b> τὸ λυκοκτόνον plante (sorte d’aconit) pour empoisonner les loups.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[κτείνω]]. | |||
}} | }} |