Anonymous

λυκοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, [[φυτόν]] τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, [[ἀκόνιτον]], Γαλην. 13, σ. 158.
|lstext='''λῠκοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων λύκους, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Σοφ. Ἠλ. 6· πρβλ. Παυσ. 2. 19, 4, Πλούτ. 2. 966Α· καὶ ἴδε Λύκειος· λ. φαρέτρη Ἀνθ. Π. 13. 22. ΙΙ. λυκοκτόνον, τό, [[φυτόν]] τι δηλητηριάζον τοὺς λύκους, [[ἀκόνιτον]], Γαλην. 13, σ. 158.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tueur de loups (Apollon);<br /><b>2</b> τὸ λυκοκτόνον plante (sorte d’aconit) pour empoisonner les loups.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[κτείνω]].
}}
}}