Anonymous

λιθοεργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθοεργός''': -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, [[πελεκητής]], [[λιθοξόος]], Μανέθων 1. 77.
|lstext='''λῐθοεργός''': -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, [[πελεκητής]], [[λιθοξόος]], Μανέθων 1. 77.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui travaille la pierre;<br /><b>2</b> qui pétrifie.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[ἔργον]].
}}
}}