Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιταργίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐταργίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ὑπάγω]] που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.
|lstext='''λῐταργίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[ὑπάγω]] που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.
}}
{{bailly
|btext=se hâter, filer en vitesse.<br />'''Étymologie:''' [[λίταργος]].
}}
}}