Anonymous

λόγος: Difference between revisions

From LSJ
6,858 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόγος''': ὁ, ([[λέγω]] Γ), (Α) [[λόγος]], δηλ. ὁ [[ἔναρθρος]] [[λόγος]] δι’ οὗ ὁ [[ἐνδιάθετος]] [[λόγος]] ἐκφέρεται, καί, (Β) αὐτὸς ὁ [[ἐνδιάθετος]] [[λόγος]]· - [[ὥστε]] ἐν τῇ λέξει [[λόγος]] περιλαμβάνονται ἀμφότεροι. Α. Λατ. vox, oratio, τὸ λεγόμενον ἢ λαλούμενον: Ι. [[λέξις]], καὶ ἐν τῷ πληθ. λέξεις, δηλ. [[ὁμιλία]], [[λόγος]]· - ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσίοδ. χρῶνται τῇ λέξει μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, καὶ ἐν τοῖσδε τοῖς χωρίοις, τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· αἱμυλίοισι λόγοισιν Ὀδ. Α. 56, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 317, Ἡσ. Θ. 890· ψευδεῖς λόγοι [[αὐτόθι]] 229· (τὸ [[χωρίον]] τοῦ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 106, [[ἔνθα]] σημαίνει: [[διήγημα]] ψευδὲς ἢ μῦθον, πιθανῶς [[εἶναι]] νόθον). - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ἐπικ., ἀνθ’ ἧς εὕρηται ἡ [[λέξις]] μῦθοι· ἀλλὰ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν διὰ τοῦ Θεόγν., Πινδ., τῶν παλαιῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ἱστορικῶν, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 118· - [[λόγος]] ἐστί, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγεται ὅτι..., συχνὸν παρ’ Ἡροδ.· ὡς εἰπεῖν λόγῳ, ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἐν συντόμῳ, 2. 37· οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν 1. 61· οὕτω, ὡς ἁπλῷ λόγῳ ἢ ἁπλῷ λ. Αἰσχύλ. Πρ. 46, 975· [[λέγω]] οὖν ἑνὶ λ. Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε, κτλ. - Λόγος [[οὐδέποτε]] σημαίνει λέξιν ἐν τῇ γραμματικῇ αὐτῇ σημασίᾳ, δηλ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ [[ὄνομα]] πράγματος ἢ πράξεως, ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοιοῦτον ἐκφέρεται διὰ τῶν λέξεων: [[ἔπος]], [[ὄνομα]], [[ῥῆμα]]. Λατ. vocabulum), ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ὡς τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ πρόκειται, ὡς τὸ περιεχόμενον δηλ., τὸ πραγματικὸν καὶ οὐχὶ τὸ τυπικὸν [[μέρος]] τῆς λέξεως. Ἐξ ἄλλου ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ἔργον]], ὡς [[πρᾶγμα]] [[ἁπλῶς]] λεχθὲν ἀλλὰ μὴ τελεσθέν, [[λόγος]] ἔργου σκιὰ Δημόκρ. παρὰ Φίλωνι 1. 615· καὶ [[οὕτως]] ὡς τὸ [[ὄνομα]], ἁπλοῦν [[ὄνομα]], «λόγια μονάχα», Λατ. verba, Θέογν. 254· λόγου [[ἕνεκα]], Λατ. dicis causa, [[ἁπλῶς]] [[χάριν]] λόγου, [[χάριν]] ὁμιλίας, Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 191C, Κρίτων 46D· λόγου [[χάριν]], ἀντίθετ. τῷ ὡς ἀληθῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 8· τῷ λόγῳ, προφάσει, κατὰ προσποίησιν, Ἡρόδ. 1. 205., 5. 20· [[οὕτως]], ἕως λόγου Πολύβ. 10. 32, 7· [[συχνάκις]] ἀντίθ. τῷ [[ἔργον]], λόγῳ μὲν λέγουσιν, ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Ἡρόδ. 4. 8, πρβλ. Θουκ. 1. 22, κτλ.· ἔργῳ κοὐ λ. [[τεκμαίρομαι]] Αἰσχύλ. Πρ. 336· μισεῖς μὲν λ., ἔργῳ δέ... Σοφ. Ἠλ. 357, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, Elms. εἰς [[Ἡρακλ]]. 5· [[ὡσαύτως]] ἀντίθετ. τῷ νόῳ, Ἡρόδ. 2. 100· τῇ λέξει [[ἀλήθεια]], ἵνα μὴ λόγον οἴησθε [[εἶναι]], ἀλλ’ εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Λυκοῦργ. 150. 44. πρβλ. Δημ. 873. 20· - [[ἐντεῦθεν]], [[πρόφασις]], [[προσποίησις]], Σοφ. Ο. Κ. 620, Δημ. 10. 27. κτλ., ἰδίως ἐν τῷ πληθ. ΙΙ. «[[λόγος]]» (κατὰ πληρεστέραν ἔννοιαν) [[πρότασις]], Λατ. oratio, λόγῳ [[ῥηθῆναι]], [[ῥηθῆναι]] διὰ προτάσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 202Β· λόγον ἔχειν, τὸ νὰ δύναται νὰ ἐκφρασθῇ διὰ προτάσεως, [[αὐτόθι]] 201Ε· ὁ [[λόγος]] ὁ [[ὁριστικός]], ὁ [[ὁρισμός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 8· [[λόγος]] ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 4, κτλ. 1) [[λόγος]], ἰσχυρισμός, Θουκ. 1. 2· - [[θεία]] [[ἀποκάλυψις]], Πλάτ. Φαίδων 78D· [[ἀπόκρισις]] μαντείου, [[μάντευμα]], Πινδ. Π. 4. 105, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· - [[λόγος]], [[ἀπόφθεγμα]], [[παροιμία]], Πινδ. Ν. 9, 6, Αἰσχύλ. Θήβ. 218, κτλ.· τὸ τοῦ λ., ὡς τὸ λέγει ὁ [[λόγος]], Λυσ. 115. 29. 2) [[διαβεβαίωσις]], [[ὑπόσχεσις]], Σοφ. Ο. Κ. 651. 3) [[ἀπόφασις]], κοινῷ, λ., [[κοινῇ]] συναινέσει, Ἡρόδ. 1. 141, 166, κτλ.· οὐκ ἦλθον ἐς τούτου λ., [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. 7. 9, 2. 4) ὅρος, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε ὁ αὐτ. 7. 158. ἐνδέχεσθαι τὸν λ. ὁ αὐτ. 1. 60., 9. 4, κτλ. 5) [[διαταγή]], [[ἐντολή]], Αἰσχύλ. Πρ. 17, 40, Πέρσ. 363. ΙΙΙ. [[ὁμιλία]], συνδιάλεξις, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, κτλ., Ἡρόδ. 1. 82, 86., 2. 32, κτλ., καὶ Ἀττ.· διὰ λόγων ἰέναι Εὐρ. Τρῳ. 916· διὰ λ. ἀφικέσθαι ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 872· ἐς λόγους ἄγειν τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 2· λόγον [[περί]] τινος λέγειν Ἀντιφῶν 135. 22, κτλ.· θεῶν, ὧν νῦν ὁ λ. ἐστὶ Πλάτ. Ἀπολ. 26Β· - [[ὡσαύτως]], ἔργα λόγου μέζω Ἡρόδ. 2. 35· κρεῖσσον λόγου τὸ [[πάθος]] Θουκ. 2. 50, πρβλ. Δημ. 68. 20· οὐκ ὕει λόγου ἄξιον, ἄξιον νὰ τὸ ἀναφέρῃ τις, Ἡρόδ. 4. 28· ἐν λόγοις εἶναί τι ὁ αὐτ. 3. 148· τῷ λόγῳ διελθεῖν, διϊέναι Πλάτ. Πρωτ. 329C, Γοργ. 506Α, κτλ.· οἱ ἐν τοῖς λόγοις, οἱ διαλεκτικοί, ὁ [[Πλάτων]] καὶ ἡ σχολὴ [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 20. 2) [[δικαίωμα]] λόγου, [[ἄδεια]] ἢ [[δικαίωμα]] νὰ ὁμιλήσῃ τις, αἰτεῖσθαι Θουκ. 3. 53· διδόναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20, Δημ. 26. 18, κτλ.· προτιθέναι Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5· λόγου τυγχάνειν Δημ. 229. 14· λ. διδόναι καὶ ἀποδέχεσθαι Λουκ. Ἁλ. 8· - παρὰ Σοφ., ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ’πὶ τῷ πλήθει [[λόγος]]; ἔχουσι βασιλέα, ἢ ἐν τῷ πλήθει ἐστὶν ἡ [[ἰσχύς]]; Ο. Κ. 66. 3) ἡ [[ὁμιλία]], εἰς ἣν δίδει τις ἀφορμήν, Λατ. fama, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἔπαινος]], [[τιμή]], [[λόγος]] ἔχει σε, ἀντὶ ἔχεις λόγον, Ἡρόδ. 7. 5., 9. 78· περὶ σέο λ. ἀπῖκται πολλὸς ὁ αὐτ. 1. 30· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], λ. κακόθρους, λ. κακός, κακὴ [[φήμη]], Σοφ. Αἴ. 138, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 165· λόγον ἐσλὸν ἀκούειν Πινδ. Ι. 5 (4). 17, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 322, καὶ ἴδε [[αἶνος]]· - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], [[διήγημα]], [[διήγησις]] [[περί]] τινος προσώπου ἢ πράγματος, [[λόγος]] ἐστί, [[λόγος]] ἔχει, κατέχει, φέρεται, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἡ [[φήμη]] λέγει, Λατ. fama fert, συχνὰ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· ἔστι τις λ., τὰν Ἀρετὰν ναίειν κτλ. Σιμων. 26· σπανίως [[μετὰ]] τῆς ἀντιθέτου συντάξεως, Κλεισθένης λόγον ἔχει τὴν Πυθίαν ἀναπεῖσθαι, ὁ Κλεισθένης ἔχει τὴν φήμην ὅτι διὰ δώρων κατέπεισε τὴν Π..., Ἡρόδ. 5. 66. 4) [[λόγος]], [[γλῶσσα]], λόγῳ παιδεύειν ἀνθρώπους Πλάτ. Πολ. 376D· καὶ ἐν τῷ πληθ., [[λόγος]], [[ὁμιλία]], εὐγλωττία, Ἰσοκρ. 27Β, 191Β, κτλ.· - [[συχνάκις]] συναπτόμενον [[μετὰ]] τῆς λέξ. πειθώ, Wytt. Ep. Cr. σ. 134. - Ὁ Πρωταγόρας ἐκαλεῖτο [[λόγος]]. IV. [[λόγος]], τὸ λεγόμενον, [[διήγησις]], [[ἱστορία]], ἀντίθετ. πρὸς τὸν ἁπλοῦν μῦθον, ὡς καὶ πρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ κανονικὴν ἱστορίαν, Ἡρόδ. 2. 47, 99, Θουκ. 6. 46, Ξεν., κτλ.· [[ἑπομένως]] ἐξ ἀρχῆς χρησιμοποιούμενον πρὸς δήλωσιν πάσης διηγήσεως [[εἴτε]] ψευδοῦς [[εἴτε]] ἀληθοῦς κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) διήγησιν πλαστήν, «μῦθον», [[οἷον]] τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 1. 141, Πλάτ. Ἀπολ. 26D, Φαίδων 60D, 61Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20· ὁ τοῦ κυνὸς λ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13. 2) [[διήγημα]], [[διήγησις]] καὶ ἐν τῷ πληθ., διηγήματα, διηγήσεις, ἱστορίαι, ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λόγοισι Ἡρόδ. 1. 184, πρβλ. 106., 2. 99· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] ἢ [[τμῆμα]] τοιούτου συγγράμματος, ὡς τὰ μεταγενέστ. [[βίβλος]] ἢ [[βιβλίον]], 2. 38., 5. 36. Ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττ. [[λόγος]] κατὰ τὸ πλεῖστον ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[μῦθος]], Πλάτ. Γοργ. 523Α, Πρωτ. 320C· - ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ ἀρχαιοτάτη Ἑλληνικὴ [[ἱστοριογραφία]] ἦτο [[ἀντίπαλος]] τῆς Ἐπικ. ποιήσεως, [[λόγος]] ἦτο [[ὡσαύτως]] [[ἀντίθετος]] τῇ λ. [[ἔπος]]· πρβλ. [[λογογράφος]], [[λογοποιός]], [[μῦθος]] ΙΙ. 1. V. [[ἐπειδὴ]] ἡ Ἑλληνικὴ πεζογραφία ἤρξατο διὰ τῆς ἱστορίας, οἱ λόγοι κατήντησαν νὰ ἔχωσι τὴν γενικὴν σημασίαν τοῦ πεζοῦ λόγου ἢ τῆς πεζογραφίας, ὡς τὸ Λατ. oratio, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ποίησις]] καὶ [[ποίημα]], Ἀριστ. Ποιητ. 2. 5., 6. 26· ἐν λόγῳ καὶ ᾠδαῖς Ξεν. Κύρ. 1. 4. 26, κτλ.· πληρέστερον, λόγοι ψιλοί, ἴδε ψιλὸς IV· - πρβλ. [[λόγιος]], [[λογογράφος]] Ι. VI. [[προσέτι]], [[ἐπειδὴ]] ἐν Ἀθήναις τὸ σπουδαιότατον καὶ [[μάλιστα]] ἐκτιμώμενον [[εἶδος]] τοῦ πεζοῦ λόγου ἦσαν οἱ ῥητορικοὶ λόγοι, [[πάλιν]] ὡς τὸ Λατ. oratio, [[λόγος]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ (ὡς καὶ νῦν ἔτι), [[ἀγόρευσις]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ρήτορσι, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, κτλ.· - πρβλ. [[λογογράφος]] ΙΙ, [[λογοποιός]] ΙΙ. VII. [[μετέπειτα]] ἐν τῷ πληθ., [[καθόλου]], [[μάθησις]], [[παιδεία]], οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδόκιμοι Ἡρῳδιαν. 6. 1· Λόγοι, προσωποπ., Ἀνθ. Π. 9. 171· πρβλ. [[λόγιος]]. VIII. ὡς ἡ λέξ. [[ῥῆμα]], τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], τὸ ὑποκείμενον ἢ ἡ [[ὑπόθεσις]] τοῦ λόγου, Ἡρόδ. 1. 21, κτλ., πρβλ. Br. εἰς Σοφ. Αἴ. 1268, Wolf εἰς Λεπτ. σ. 277· μετέχειν τοῦ λ., μετέχειν τοῦ μυστικοῦ, Ἡρόδ. 1. 127· τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖσθαι, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 657, 882, κτλ.· ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λόγῳ Πλάτ. Φίληβ. 38Α· περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 34Ε· οὐδὲν πρὸς λόγον, ἀνοίκειον εἰς τὴν ὑπόθεσιν, ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 344Α· ἐὰν πρὸς λόγον ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 33C· - [[ὡσαύτως]], πρὸς λόγον τινός, ὡς [[πρός]]..., Αἰσχύλ. Θήβ. 519· ἐς λόγον τινὸς Ἡρόδ. 3. 99· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόθεσις]] τοῦ λόγου, ἱκανὸς αὐτῷ ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ., πρβλ. Ἰσοκρ. 71Α. IX. τὸ τιθέμενον ἢ ὁριζόμενον, [[πρότασις]], [[ἀρχή]], Πλάτ. Γοργ. 508Β. Χ. = [[ὁρισμός]], ψυχῆς [[οὐσία]] καὶ [[λόγος]], ἡ [[οὐσία]] καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 78C, Πολ. 443Α, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 3, κ. ἀλλ., Διογ. Λ. 7. 60. ΧΙ. [[παράδειγμα]], λόγου [[ἕνεκα]], verbi causa, Εὐκλ. Β. Λατ. ratio, ἡ [[δύναμις]] τῆς διανοίας ἥτις ἐκφαίνεται ἐν τῷ προφορικῷ λόγῳ, τὸ «λογικὸν» ἢ σκέψεις, ἀληθέϊ λ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 5. 88· οὐκ ἔχει λόγον, δὲν ἐπιδέχεται λόγον, σκέψιν, Σοφ. Ἠλ. 466· ὀρθὸς λ. Πλάτ. Φαίδων 73Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, κτλ.· ὁ ἐοικὼς [[λόγος]] Πλάτ. Νόμ. 647D· ὡς ἔχει λόγον, = ὡς ἔοικεν, Δημ. 1090. 12· - κατὰ λόγον, [[συμφώνως]] πρὸς τὸν λόγον, λογικῶς, Πλάτ. Πολ. 500C, κτλ.· [[μετὰ]] λόγου ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 344Α, Θεαίτ. 201D· - ἀντίθετ. τῷ παρὰ λόγον, [[ἐναντίον]] εἰς τὸν λόγον, [[ἀπίθανος]] (ἴδε ἐν λέξ. [[παράλογος]]). 2) «[[ἰδέα]]», γνώμη, [[προσδοκία]], τῷ ἐκείνων λ. Ἡρόδ. 8. 6· ἐπὶ τῷ λόγῳ, [[ὥστε]]..., ἐν τῇ προσδοκίᾳ ὅτι..., 3. 36· ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ’ ᾦ... 7. 158, πρβλ. 9. 26. 3) [[λόγος]], [[δικαιολογία]], [[δικαίωμα]], βάσις τοῦ λόγου, χὠ λ. καλὸς προσῆν Σοφ. Φιλ. 352· κατὰ τίνα λόγον; ἐπὶ τίνι βάσει; Πλάτ. Πολ. 366Β, πρβλ. Πρωτ. 343D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 19· ἐκ τίνος λόγου; Αἰσχύλ. Χο. 515· ἐξ οὐδενὸς λ. Σοφ. Φιλ. 730· ἀπὸ παντὸς λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 762· σὺν ἀφανεῖ λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 657. 4) ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν φράσιν, ὁ [[λόγος]] αἱρέει ἢ ὁ [[λόγος]] [[οὕτως]] αἱρέει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] λογικὸν ὅτι..., ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. ratio evincit, 3. 45, πρβλ. 2. 33, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. προσ., ὁ [[λόγος]] αἱρέει με, ὁ [[λόγος]] τοῦ πράγματος μὲ καταπείθει, 1. 132., 4. 127, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[λογισμός]], [[θεωρία]], [[ἐκτίμησις]], λ. βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα Αἰσχύλ. Πρ. 231· οὐ σμικροῦ λόγου Σοφ. Ο. Κ. 1163· ἰδίως παρὰ πεζογράφοις, Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίγνεται Ἡρόδ. 8. 102· τῶν ἦν [[ἐλάχιστος]] λ. ἀπολλυμένων ὁ αὐτ. 4. 135· περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 87· - λόγου οὐδενὸς γενέσθαι [[πρός]] τινος, θεωροῦμαι ὡς [[ἀνάξιος]] λόγου [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 1. 120· οὕτω, λόγου [[εἶναι]] [[πρός]] τινος 4. 138· λόγου ποιεῖσθαι, θεωρῶ τι ἄξιον λόγου, 1. 33· [[ὡσαύτως]], πλείστου, ἐλαχίστου λόγου [[εἶναι]] 1. 143., 3. 146· ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ Λατ. rationem habere alicujus, λόγον τινὸς ποιοῦμαι, [[λαμβάνω]] τι ὑπὸ σκέψιν, ἀποδίδω ἀξίαν εἴς τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ἰδίως μετ’ ἀρνήσ., οὐδένα λ. ποιεῖσθαί τινος 1. 4, 13, κτλ.· οὕτω, λόγον ἔχειν ([[μετὰ]] γεν. ὑπαρχούσης ἢ παραλειπομένης), 1, 62, 115· λόγον ἔχειν [[περί]] τινος, [[περί]] τινα Πλάτ. Τίμ. 87C, Λυκοῦργ. 162. 27· - οὕτω, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Ἡρόδ. 3. 50· ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο ὁ αὐτ. 9. 69· λόγῳ ἐν σμικρῷ [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑμεῖς δ’ ... οὔτ’ ἐν λόγῳ οὔτ’ ἐν ἀριθμῷ Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48· - ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἰμί, [[λογίζομαι]] ὡς [[ἀνήρ]], Ἡρόδ. 3. 120· ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου, θεωρουμένου ἢ λογιζομένου ὡς ἰδιώτου [[ἄνευ]] ἀξιώματος, κτλ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 567. 9· ἐς χρημάτων λ., ὡς πρὸς τὰ χρήματα Θουκ. 3. 46, πρβλ. Δημ. 385. 11. 2) λογαριασμός, λογοδοσία, λόγον διδόναι τινός, δίδω λογαριασμὸν [[περί]] τινος πράγματος, Ἡρόδ. 3. 143, πρβλ. 8. 100· ἑαυτῷ [[περί]] τινος 1. 97, καὶ Ἀττ., πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 2. 162, Heind. εἰς Πλάτ. Σοφιστ. 230Α· ὡς... Ἡρόδ. 4. 102., 5. 75, κτλ.· ὅτι... 6. 86, 1· λόγον διδόναι τε καὶ δέξασθαι Πλάτ. Πρωτ. 336C· παρέχειν Πολ. 344D· λ. λαμβάνειν [[παρά]] τινος Δημ. 101. 17· λ. ἀπαιτεῖν ὁ αὐτ. 868. 5· λ. ὑπάρχειν Πλάτ. Νόμ. 774Β, Δημ. 371. 20, κτλ.· λ. ἐγγράφειν ὁ αὐτ. 762, 14, κτλ.· ἀποφέρειν Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ.· ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Δείναρχ. 97. 41· ὑπὸ λ. ἄγειν τι Πολύβ. 15. 34, 2· πρβλ. [[λογιστής]]. 3) λογαριασμός, [[κατάστασις]], ἐς τούτου λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται (δηλ. γήραος) Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 7. 56. 4) λογαριασμὸς [[ἔγγραφος]], τὸ κατὰ λόγον Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 6. III. ἡ προσήκουσα [[σχέσις]], [[συμμετρία]], [[ἀναλογία]], κατὰ λόγον τινός, [[ἀναλόγως]] [[πρός]]..., Ἡρόδ. 1. 134., 2. 109· κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ 1. 186· κατὰ λ. τῆς δυνάμεως Ξεν. Κύρ. 8. 6. 11· ἀνὰ λόγον τινὸς ἢ τινὶ Πλάτ. Τίμ. 29C, Ἀλκ. 2. 145D· εἰς τὸν αὐτὸν λ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 353D· πρὸς λόγον τινὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 519· περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. Πλατ. Θεαίτ. 158D· - παρὰ Γραμμ., [[ἀναλογία]], τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν μετοχῶν, Α. Β. 1393· - πρβλ. [[ἀνάλογος]]. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398. Γ. Παρὰ τῷ εὐαγγελιστῇ Ἰωάννῃ καὶ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς συγγραφεῦσι, Ὁ ΛΟΓΟΣ, περιλαμβάνων ἀμφοτέρας τὰς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας καθολικὰς σημασίας λόγου καὶ διανοήματος, διακρινόμενος δὲ εἰς προφορικὸν καὶ ἐνδιάθετον ὑπὸ τοῦ Φίλωνος, 2. 154, κ. ἀλλ.· πρβλ. Suicer. Thes. ἐν λ., Ewald Gesch. d. Volkes Israel 6, σελ. 258, ἴδε πρὸ πάντων σημ. Α. Ν. Γιάνναρη εἰς τὸ κατὰ Ἰωάνν. Εὐαγγ. κεφ. α΄, 1, London, Nutt.
|lstext='''λόγος''': ὁ, ([[λέγω]] Γ), (Α) [[λόγος]], δηλ. ὁ [[ἔναρθρος]] [[λόγος]] δι’ οὗ ὁ [[ἐνδιάθετος]] [[λόγος]] ἐκφέρεται, καί, (Β) αὐτὸς ὁ [[ἐνδιάθετος]] [[λόγος]]· - [[ὥστε]] ἐν τῇ λέξει [[λόγος]] περιλαμβάνονται ἀμφότεροι. Α. Λατ. vox, oratio, τὸ λεγόμενον ἢ λαλούμενον: Ι. [[λέξις]], καὶ ἐν τῷ πληθ. λέξεις, δηλ. [[ὁμιλία]], [[λόγος]]· - ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσίοδ. χρῶνται τῇ λέξει μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, καὶ ἐν τοῖσδε τοῖς χωρίοις, τὸν ἔτερπε λόγοις Ἰλ. Ο. 393· αἱμυλίοισι λόγοισιν Ὀδ. Α. 56, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 317, Ἡσ. Θ. 890· ψευδεῖς λόγοι [[αὐτόθι]] 229· (τὸ [[χωρίον]] τοῦ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 106, [[ἔνθα]] σημαίνει: [[διήγημα]] ψευδὲς ἢ μῦθον, πιθανῶς [[εἶναι]] νόθον). - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ἐπικ., ἀνθ’ ἧς εὕρηται ἡ [[λέξις]] μῦθοι· ἀλλὰ περιῆλθεν εἰς κοινὴν χρῆσιν διὰ τοῦ Θεόγν., Πινδ., τῶν παλαιῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἀρχαίων ἱστορικῶν, πρβλ. Näke Χοιρίλ. σ. 118· - [[λόγος]] ἐστί, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγεται ὅτι..., συχνὸν παρ’ Ἡροδ.· ὡς εἰπεῖν λόγῳ, ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἐν συντόμῳ, 2. 37· οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν 1. 61· οὕτω, ὡς ἁπλῷ λόγῳ ἢ ἁπλῷ λ. Αἰσχύλ. Πρ. 46, 975· [[λέγω]] οὖν ἑνὶ λ. Πλάτ. Φαῖδρ. 241Ε, κτλ. - Λόγος [[οὐδέποτε]] σημαίνει λέξιν ἐν τῇ γραμματικῇ αὐτῇ σημασίᾳ, δηλ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ [[ὄνομα]] πράγματος ἢ πράξεως, ([[ἐπειδὴ]] τὸ τοιοῦτον ἐκφέρεται διὰ τῶν λέξεων: [[ἔπος]], [[ὄνομα]], [[ῥῆμα]]. Λατ. vocabulum), ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ὡς τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ πρόκειται, ὡς τὸ περιεχόμενον δηλ., τὸ πραγματικὸν καὶ οὐχὶ τὸ τυπικὸν [[μέρος]] τῆς λέξεως. Ἐξ ἄλλου ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ἔργον]], ὡς [[πρᾶγμα]] [[ἁπλῶς]] λεχθὲν ἀλλὰ μὴ τελεσθέν, [[λόγος]] ἔργου σκιὰ Δημόκρ. παρὰ Φίλωνι 1. 615· καὶ [[οὕτως]] ὡς τὸ [[ὄνομα]], ἁπλοῦν [[ὄνομα]], «λόγια μονάχα», Λατ. verba, Θέογν. 254· λόγου [[ἕνεκα]], Λατ. dicis causa, [[ἁπλῶς]] [[χάριν]] λόγου, [[χάριν]] ὁμιλίας, Heind. εἰς Πλάτ. Θεαίτ. 191C, Κρίτων 46D· λόγου [[χάριν]], ἀντίθετ. τῷ ὡς ἀληθῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 8· τῷ λόγῳ, προφάσει, κατὰ προσποίησιν, Ἡρόδ. 1. 205., 5. 20· [[οὕτως]], ἕως λόγου Πολύβ. 10. 32, 7· [[συχνάκις]] ἀντίθ. τῷ [[ἔργον]], λόγῳ μὲν λέγουσιν, ἔργῳ δὲ οὐκ ἀποδεικνῦσι Ἡρόδ. 4. 8, πρβλ. Θουκ. 1. 22, κτλ.· ἔργῳ κοὐ λ. [[τεκμαίρομαι]] Αἰσχύλ. Πρ. 336· μισεῖς μὲν λ., ἔργῳ δέ... Σοφ. Ἠλ. 357, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 512, Elms. εἰς [[Ἡρακλ]]. 5· [[ὡσαύτως]] ἀντίθετ. τῷ νόῳ, Ἡρόδ. 2. 100· τῇ λέξει [[ἀλήθεια]], ἵνα μὴ λόγον οἴησθε [[εἶναι]], ἀλλ’ εἰδῆτε τὴν ἀλήθειαν Λυκοῦργ. 150. 44. πρβλ. Δημ. 873. 20· - [[ἐντεῦθεν]], [[πρόφασις]], [[προσποίησις]], Σοφ. Ο. Κ. 620, Δημ. 10. 27. κτλ., ἰδίως ἐν τῷ πληθ. ΙΙ. «[[λόγος]]» (κατὰ πληρεστέραν ἔννοιαν) [[πρότασις]], Λατ. oratio, λόγῳ [[ῥηθῆναι]], [[ῥηθῆναι]] διὰ προτάσεως, Πλάτ. Θεαίτ. 202Β· λόγον ἔχειν, τὸ νὰ δύναται νὰ ἐκφρασθῇ διὰ προτάσεως, [[αὐτόθι]] 201Ε· ὁ [[λόγος]] ὁ [[ὁριστικός]], ὁ [[ὁρισμός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 8· [[λόγος]] ἐστὶ φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ὁ αὐτ. περὶ Ἑρμην. 4, κτλ. 1) [[λόγος]], ἰσχυρισμός, Θουκ. 1. 2· - [[θεία]] [[ἀποκάλυψις]], Πλάτ. Φαίδων 78D· [[ἀπόκρισις]] μαντείου, [[μάντευμα]], Πινδ. Π. 4. 105, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 275Β· - [[λόγος]], [[ἀπόφθεγμα]], [[παροιμία]], Πινδ. Ν. 9, 6, Αἰσχύλ. Θήβ. 218, κτλ.· τὸ τοῦ λ., ὡς τὸ λέγει ὁ [[λόγος]], Λυσ. 115. 29. 2) [[διαβεβαίωσις]], [[ὑπόσχεσις]], Σοφ. Ο. Κ. 651. 3) [[ἀπόφασις]], κοινῷ, λ., [[κοινῇ]] συναινέσει, Ἡρόδ. 1. 141, 166, κτλ.· οὐκ ἦλθον ἐς τούτου λ., [[ὥστε]]..., ὁ αὐτ. 7. 9, 2. 4) ὅρος, ἐπὶ λόγῳ τοιῷδε ὁ αὐτ. 7. 158. ἐνδέχεσθαι τὸν λ. ὁ αὐτ. 1. 60., 9. 4, κτλ. 5) [[διαταγή]], [[ἐντολή]], Αἰσχύλ. Πρ. 17, 40, Πέρσ. 363. ΙΙΙ. [[ὁμιλία]], συνδιάλεξις, εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι τινί, κτλ., Ἡρόδ. 1. 82, 86., 2. 32, κτλ., καὶ Ἀττ.· διὰ λόγων ἰέναι Εὐρ. Τρῳ. 916· διὰ λ. ἀφικέσθαι ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 872· ἐς λόγους ἄγειν τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 2· λόγον [[περί]] τινος λέγειν Ἀντιφῶν 135. 22, κτλ.· θεῶν, ὧν νῦν ὁ λ. ἐστὶ Πλάτ. Ἀπολ. 26Β· - [[ὡσαύτως]], ἔργα λόγου μέζω Ἡρόδ. 2. 35· κρεῖσσον λόγου τὸ [[πάθος]] Θουκ. 2. 50, πρβλ. Δημ. 68. 20· οὐκ ὕει λόγου ἄξιον, ἄξιον νὰ τὸ ἀναφέρῃ τις, Ἡρόδ. 4. 28· ἐν λόγοις εἶναί τι ὁ αὐτ. 3. 148· τῷ λόγῳ διελθεῖν, διϊέναι Πλάτ. Πρωτ. 329C, Γοργ. 506Α, κτλ.· οἱ ἐν τοῖς λόγοις, οἱ διαλεκτικοί, ὁ [[Πλάτων]] καὶ ἡ σχολὴ [[αὐτοῦ]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 8, 20. 2) [[δικαίωμα]] λόγου, [[ἄδεια]] ἢ [[δικαίωμα]] νὰ ὁμιλήσῃ τις, αἰτεῖσθαι Θουκ. 3. 53· διδόναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20, Δημ. 26. 18, κτλ.· προτιθέναι Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5· λόγου τυγχάνειν Δημ. 229. 14· λ. διδόναι καὶ ἀποδέχεσθαι Λουκ. Ἁλ. 8· - παρὰ Σοφ., ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ’πὶ τῷ πλήθει [[λόγος]]; ἔχουσι βασιλέα, ἢ ἐν τῷ πλήθει ἐστὶν ἡ [[ἰσχύς]]; Ο. Κ. 66. 3) ἡ [[ὁμιλία]], εἰς ἣν δίδει τις ἀφορμήν, Λατ. fama, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἔπαινος]], [[τιμή]], [[λόγος]] ἔχει σε, ἀντὶ ἔχεις λόγον, Ἡρόδ. 7. 5., 9. 78· περὶ σέο λ. ἀπῖκται πολλὸς ὁ αὐτ. 1. 30· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κακὴ [[φήμη]], [[δυσφημία]], λ. κακόθρους, λ. κακός, κακὴ [[φήμη]], Σοφ. Αἴ. 138, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 165· λόγον ἐσλὸν ἀκούειν Πινδ. Ι. 5 (4). 17, πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 322, καὶ ἴδε [[αἶνος]]· - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], [[διήγημα]], [[διήγησις]] [[περί]] τινος προσώπου ἢ πράγματος, [[λόγος]] ἐστί, [[λόγος]] ἔχει, κατέχει, φέρεται, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἡ [[φήμη]] λέγει, Λατ. fama fert, συχνὰ παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· ἔστι τις λ., τὰν Ἀρετὰν ναίειν κτλ. Σιμων. 26· σπανίως [[μετὰ]] τῆς ἀντιθέτου συντάξεως, Κλεισθένης λόγον ἔχει τὴν Πυθίαν ἀναπεῖσθαι, ὁ Κλεισθένης ἔχει τὴν φήμην ὅτι διὰ δώρων κατέπεισε τὴν Π..., Ἡρόδ. 5. 66. 4) [[λόγος]], [[γλῶσσα]], λόγῳ παιδεύειν ἀνθρώπους Πλάτ. Πολ. 376D· καὶ ἐν τῷ πληθ., [[λόγος]], [[ὁμιλία]], εὐγλωττία, Ἰσοκρ. 27Β, 191Β, κτλ.· - [[συχνάκις]] συναπτόμενον [[μετὰ]] τῆς λέξ. πειθώ, Wytt. Ep. Cr. σ. 134. - Ὁ Πρωταγόρας ἐκαλεῖτο [[λόγος]]. IV. [[λόγος]], τὸ λεγόμενον, [[διήγησις]], [[ἱστορία]], ἀντίθετ. πρὸς τὸν ἁπλοῦν μῦθον, ὡς καὶ πρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ κανονικὴν ἱστορίαν, Ἡρόδ. 2. 47, 99, Θουκ. 6. 46, Ξεν., κτλ.· [[ἑπομένως]] ἐξ ἀρχῆς χρησιμοποιούμενον πρὸς δήλωσιν πάσης διηγήσεως [[εἴτε]] ψευδοῦς [[εἴτε]] ἀληθοῦς κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 1) διήγησιν πλαστήν, «μῦθον», [[οἷον]] τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 1. 141, Πλάτ. Ἀπολ. 26D, Φαίδων 60D, 61Β, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20· ὁ τοῦ κυνὸς λ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13. 2) [[διήγημα]], [[διήγησις]] καὶ ἐν τῷ πληθ., διηγήματα, διηγήσεις, ἱστορίαι, ἐν τοῖσι Ἀσσυρίοισι λόγοισι Ἡρόδ. 1. 184, πρβλ. 106., 2. 99· ἐν τῷ ἑνικῷ, [[μέρος]] ἢ [[τμῆμα]] τοιούτου συγγράμματος, ὡς τὰ μεταγενέστ. [[βίβλος]] ἢ [[βιβλίον]], 2. 38., 5. 36. Ἐντεῦθεν παρ’ Ἀττ. [[λόγος]] κατὰ τὸ πλεῖστον ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[μῦθος]], Πλάτ. Γοργ. 523Α, Πρωτ. 320C· - ἀλλ’ [[ἐπειδὴ]] ἡ ἀρχαιοτάτη Ἑλληνικὴ [[ἱστοριογραφία]] ἦτο [[ἀντίπαλος]] τῆς Ἐπικ. ποιήσεως, [[λόγος]] ἦτο [[ὡσαύτως]] [[ἀντίθετος]] τῇ λ. [[ἔπος]]· πρβλ. [[λογογράφος]], [[λογοποιός]], [[μῦθος]] ΙΙ. 1. V. [[ἐπειδὴ]] ἡ Ἑλληνικὴ πεζογραφία ἤρξατο διὰ τῆς ἱστορίας, οἱ λόγοι κατήντησαν νὰ ἔχωσι τὴν γενικὴν σημασίαν τοῦ πεζοῦ λόγου ἢ τῆς πεζογραφίας, ὡς τὸ Λατ. oratio, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ποίησις]] καὶ [[ποίημα]], Ἀριστ. Ποιητ. 2. 5., 6. 26· ἐν λόγῳ καὶ ᾠδαῖς Ξεν. Κύρ. 1. 4. 26, κτλ.· πληρέστερον, λόγοι ψιλοί, ἴδε ψιλὸς IV· - πρβλ. [[λόγιος]], [[λογογράφος]] Ι. VI. [[προσέτι]], [[ἐπειδὴ]] ἐν Ἀθήναις τὸ σπουδαιότατον καὶ [[μάλιστα]] ἐκτιμώμενον [[εἶδος]] τοῦ πεζοῦ λόγου ἦσαν οἱ ῥητορικοὶ λόγοι, [[πάλιν]] ὡς τὸ Λατ. oratio, [[λόγος]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ (ὡς καὶ νῦν ἔτι), [[ἀγόρευσις]], [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ρήτορσι, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, κτλ.· - πρβλ. [[λογογράφος]] ΙΙ, [[λογοποιός]] ΙΙ. VII. [[μετέπειτα]] ἐν τῷ πληθ., [[καθόλου]], [[μάθησις]], [[παιδεία]], οἱ ἐπὶ λόγοις εὐδόκιμοι Ἡρῳδιαν. 6. 1· Λόγοι, προσωποπ., Ἀνθ. Π. 9. 171· πρβλ. [[λόγιος]]. VIII. ὡς ἡ λέξ. [[ῥῆμα]], τὸ [[πρᾶγμα]] περὶ οὗ γίνεται [[λόγος]], τὸ ὑποκείμενον ἢ ἡ [[ὑπόθεσις]] τοῦ λόγου, Ἡρόδ. 1. 21, κτλ., πρβλ. Br. εἰς Σοφ. Αἴ. 1268, Wolf εἰς Λεπτ. σ. 277· μετέχειν τοῦ λ., μετέχειν τοῦ μυστικοῦ, Ἡρόδ. 1. 127· τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖσθαι, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 657, 882, κτλ.· ἀμύνεις τῷ τῆς ἡδονῆς λόγῳ Πλάτ. Φίληβ. 38Α· περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 34Ε· οὐδὲν πρὸς λόγον, ἀνοίκειον εἰς τὴν ὑπόθεσιν, ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ἴδε Heind. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 344Α· ἐὰν πρὸς λόγον ᾖ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 33C· - [[ὡσαύτως]], πρὸς λόγον τινός, ὡς [[πρός]]..., Αἰσχύλ. Θήβ. 519· ἐς λόγον τινὸς Ἡρόδ. 3. 99· - [[ὡσαύτως]], [[ὑπόθεσις]] τοῦ λόγου, ἱκανὸς αὐτῷ ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ., πρβλ. Ἰσοκρ. 71Α. IX. τὸ τιθέμενον ἢ ὁριζόμενον, [[πρότασις]], [[ἀρχή]], Πλάτ. Γοργ. 508Β. Χ. = [[ὁρισμός]], ψυχῆς [[οὐσία]] καὶ [[λόγος]], ἡ [[οὐσία]] καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχῆς, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, πρβλ. Φαίδωνα 78C, Πολ. 443Α, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 3, κ. ἀλλ., Διογ. Λ. 7. 60. ΧΙ. [[παράδειγμα]], λόγου [[ἕνεκα]], verbi causa, Εὐκλ. Β. Λατ. ratio, ἡ [[δύναμις]] τῆς διανοίας ἥτις ἐκφαίνεται ἐν τῷ προφορικῷ λόγῳ, τὸ «λογικὸν» ἢ σκέψεις, ἀληθέϊ λ. χρῆσθαι Ἡρόδ. 5. 88· οὐκ ἔχει λόγον, δὲν ἐπιδέχεται λόγον, σκέψιν, Σοφ. Ἠλ. 466· ὀρθὸς λ. Πλάτ. Φαίδων 73Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 1, κτλ.· ὁ ἐοικὼς [[λόγος]] Πλάτ. Νόμ. 647D· ὡς ἔχει λόγον, = ὡς ἔοικεν, Δημ. 1090. 12· - κατὰ λόγον, [[συμφώνως]] πρὸς τὸν λόγον, λογικῶς, Πλάτ. Πολ. 500C, κτλ.· [[μετὰ]] λόγου ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 344Α, Θεαίτ. 201D· - ἀντίθετ. τῷ παρὰ λόγον, [[ἐναντίον]] εἰς τὸν λόγον, [[ἀπίθανος]] (ἴδε ἐν λέξ. [[παράλογος]]). 2) «[[ἰδέα]]», γνώμη, [[προσδοκία]], τῷ ἐκείνων λ. Ἡρόδ. 8. 6· ἐπὶ τῷ λόγῳ, [[ὥστε]]..., ἐν τῇ προσδοκίᾳ ὅτι..., 3. 36· ἐπὶ λ. τοιῷδε, ἐπ’ ᾦ... 7. 158, πρβλ. 9. 26. 3) [[λόγος]], [[δικαιολογία]], [[δικαίωμα]], βάσις τοῦ λόγου, χὠ λ. καλὸς προσῆν Σοφ. Φιλ. 352· κατὰ τίνα λόγον; ἐπὶ τίνι βάσει; Πλάτ. Πολ. 366Β, πρβλ. Πρωτ. 343D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 19· ἐκ τίνος λόγου; Αἰσχύλ. Χο. 515· ἐξ οὐδενὸς λ. Σοφ. Φιλ. 730· ἀπὸ παντὸς λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 762· σὺν ἀφανεῖ λ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 657. 4) ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὴν φράσιν, ὁ [[λόγος]] αἱρέει ἢ ὁ [[λόγος]] [[οὕτως]] αἱρέει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[εἶναι]] λογικὸν ὅτι..., ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. ratio evincit, 3. 45, πρβλ. 2. 33, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτιατ. προσ., ὁ [[λόγος]] αἱρέει με, ὁ [[λόγος]] τοῦ πράγματος μὲ καταπείθει, 1. 132., 4. 127, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[λογισμός]], [[θεωρία]], [[ἐκτίμησις]], λ. βροτῶν οὐκ ἔσχεν οὐδένα Αἰσχύλ. Πρ. 231· οὐ σμικροῦ λόγου Σοφ. Ο. Κ. 1163· ἰδίως παρὰ πεζογράφοις, Μαρδονίου λ. οὐδεὶς γίγνεται Ἡρόδ. 8. 102· τῶν ἦν [[ἐλάχιστος]] λ. ἀπολλυμένων ὁ αὐτ. 4. 135· περὶ ἐμοῦ οὐδεὶς λ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 87· - λόγου οὐδενὸς γενέσθαι [[πρός]] τινος, θεωροῦμαι ὡς [[ἀνάξιος]] λόγου [[παρά]] τινι, Ἡρόδ. 1. 120· οὕτω, λόγου [[εἶναι]] [[πρός]] τινος 4. 138· λόγου ποιεῖσθαι, θεωρῶ τι ἄξιον λόγου, 1. 33· [[ὡσαύτως]], πλείστου, ἐλαχίστου λόγου [[εἶναι]] 1. 143., 3. 146· ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ Λατ. rationem habere alicujus, λόγον τινὸς ποιοῦμαι, [[λαμβάνω]] τι ὑπὸ σκέψιν, ἀποδίδω ἀξίαν εἴς τι [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ἰδίως μετ’ ἀρνήσ., οὐδένα λ. ποιεῖσθαί τινος 1. 4, 13, κτλ.· οὕτω, λόγον ἔχειν ([[μετὰ]] γεν. ὑπαρχούσης ἢ παραλειπομένης), 1, 62, 115· λόγον ἔχειν [[περί]] τινος, [[περί]] τινα Πλάτ. Τίμ. 87C, Λυκοῦργ. 162. 27· - οὕτω, ἐν οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα Ἡρόδ. 3. 50· ἐν οὐδενὶ λ. ἀπώλοντο ὁ αὐτ. 9. 69· λόγῳ ἐν σμικρῷ [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑμεῖς δ’ ... οὔτ’ ἐν λόγῳ οὔτ’ ἐν ἀριθμῷ Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 14. 48· - ἐν ἀνδρὸς λόγῳ εἰμί, [[λογίζομαι]] ὡς [[ἀνήρ]], Ἡρόδ. 3. 120· ἰδιώτεω λόγῳ καὶ ἀτίμου, θεωρουμένου ἢ λογιζομένου ὡς ἰδιώτου [[ἄνευ]] ἀξιώματος, κτλ., Εὐσ. παρὰ Στοβ. 567. 9· ἐς χρημάτων λ., ὡς πρὸς τὰ χρήματα Θουκ. 3. 46, πρβλ. Δημ. 385. 11. 2) λογαριασμός, λογοδοσία, λόγον διδόναι τινός, δίδω λογαριασμὸν [[περί]] τινος πράγματος, Ἡρόδ. 3. 143, πρβλ. 8. 100· ἑαυτῷ [[περί]] τινος 1. 97, καὶ Ἀττ., πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 2. 162, Heind. εἰς Πλάτ. Σοφιστ. 230Α· ὡς... Ἡρόδ. 4. 102., 5. 75, κτλ.· ὅτι... 6. 86, 1· λόγον διδόναι τε καὶ δέξασθαι Πλάτ. Πρωτ. 336C· παρέχειν Πολ. 344D· λ. λαμβάνειν [[παρά]] τινος Δημ. 101. 17· λ. ἀπαιτεῖν ὁ αὐτ. 868. 5· λ. ὑπάρχειν Πλάτ. Νόμ. 774Β, Δημ. 371. 20, κτλ.· λ. ἐγγράφειν ὁ αὐτ. 762, 14, κτλ.· ἀποφέρειν Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ.· ἀδικήματα εἰς ἀργυρίου λ. ἀνήκοντα Δείναρχ. 97. 41· ὑπὸ λ. ἄγειν τι Πολύβ. 15. 34, 2· πρβλ. [[λογιστής]]. 3) λογαριασμός, [[κατάστασις]], ἐς τούτου λ. οὐ πολλοί τινες ἀπικνέονται (δηλ. γήραος) Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Arnold εἰς Θουκ. 7. 56. 4) λογαριασμὸς [[ἔγγραφος]], τὸ κατὰ λόγον Μένανδρ. ἐν «Μέθῃ» 1. 6. III. ἡ προσήκουσα [[σχέσις]], [[συμμετρία]], [[ἀναλογία]], κατὰ λόγον τινός, [[ἀναλόγως]] [[πρός]]..., Ἡρόδ. 1. 134., 2. 109· κατὰ τὸν αὐτὸν λ. τῷ τείχεϊ 1. 186· κατὰ λ. τῆς δυνάμεως Ξεν. Κύρ. 8. 6. 11· ἀνὰ λόγον τινὸς ἢ τινὶ Πλάτ. Τίμ. 29C, Ἀλκ. 2. 145D· εἰς τὸν αὐτὸν λ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 353D· πρὸς λόγον τινὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 519· περὶ τῶν νόσων ὁ αὐτὸς λ. Πλατ. Θεαίτ. 158D· - παρὰ Γραμμ., [[ἀναλογία]], τῷ λ. τῶν μετοχικῶν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῶν μετοχῶν, Α. Β. 1393· - πρβλ. [[ἀνάλογος]]. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Β΄, σ. 398. Γ. Παρὰ τῷ εὐαγγελιστῇ Ἰωάννῃ καὶ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς συγγραφεῦσι, Ὁ ΛΟΓΟΣ, περιλαμβάνων ἀμφοτέρας τὰς ἀνωτέρω ἐκτεθείσας καθολικὰς σημασίας λόγου καὶ διανοήματος, διακρινόμενος δὲ εἰς προφορικὸν καὶ ἐνδιάθετον ὑπὸ τοῦ Φίλωνος, 2. 154, κ. ἀλλ.· πρβλ. Suicer. Thes. ἐν λ., Ewald Gesch. d. Volkes Israel 6, σελ. 258, ἴδε πρὸ πάντων σημ. Α. Ν. Γιάνναρη εἰς τὸ κατὰ Ἰωάνν. Εὐαγγ. κεφ. α΄, 1, London, Nutt.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A.</b> parole :<br /><b>I.</b> la parole <i>en gén.</i> : ἔργα λόγου [[μέζω]] HDT actions au-dessus de ce qu’on en pourrait dire ; λόγου κρεῖσσον THC au-dessus de toute expression ; λόγῳ μὲν…, ἔργῳ [[δέ]] HDT en parole…, mais en fait ; ἔργῳ [[κοὐ]] λόγῳ ESCHL en réalité et non en parole;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> une parole, un mot : [[ὡς]] [[εἰπεῖν]] λόγῳ HDT, [[ὡς]] ἀπλῷ λόγῳ ESCHL, ἀπλῷ λόγῳ ESCHL pour le dire en un mot, en un seul mot, d’un simple mot ; [[οἱ]] λόγοι mots, paroles, <i>d’où</i> langage : αἰμύλιοι λόγοι OD paroles de flatterie, flatteries;<br /><b>III.</b> une parole, <i>pour marquer diverses applications particulières</i> :<br /><b>1</b> ce qu’on dit, un dire;<br /><b>2</b> révélation divine;<br /><b>3</b> sentence, maxime, proverbe;<br /><b>4</b> exemple : λόγου [[ἕνεκα]] PLAT par exemple, <i>càd</i> pour la forme, en apparence;<br /><b>5</b> décision, résolution;<br /><b>6</b> condition : ἐπὶ λόγῳ HDT à une condition;<br /><b>7</b> promesse;<br /><b>8</b> prétexte : [[ἐκ]] σμικροῦ λόγου SOPH sous un prétexte frivole;<br /><b>9</b> argument;<br /><b>10</b> ordre;<br /><b>11</b> phrase (Arstt);<br /><b>IV.</b> mention : λόγου ἄξιον HDT (pour que cela) vaille la peine qu’on en parle ; <i>particul. en b. part</i> renommée, renom : [[λόγος]] [[ἔχει]] [[σε]] HDT on parle de toi ; περὶ [[σέο]] [[λόγος]] [[ἀπῖκται]] [[πολλός]] HDT ta renommée est venue jusqu’à moi ; λόγον ἀκούειν ATT entendre parler de soi (v. [[ἀκούω]]) ; <i>en mauv. part</i> mauvais bruit, mauvaise réputation;<br /><b>V.</b> bruit qui court, bruit répandu : [[λόγος]] [[ἐστί]], [[λόγος]] [[ἔχει]], [[λόγος]] φέρεται avec une prop. inf. ATT c’est un bruit répandu que, le bruit se répand que ; Κλεισθένης λόγον [[ἔχει]] τὴν Πυθίαν ἀναπεῖσαι HDT Clisthène passe pour avoir inspiré la Pythie ; <i>particul.</i> nouvelle;<br /><b>VI.</b> entretien, conversation : [[εἰς]] λόγους [[ἐλθεῖν]], συνελθεῖν, [[ἰέναι]], [[ἀφικέσθαι]] τινί, s’entretenir <i>ou</i> conférer avec qqn;<br /><b>VII.</b> récit :<br /><b>1</b> fable;<br /><b>2</b> récit d’histoire ; [[οἱ]] λόγοι traditions historiques;<br /><b>VIII.</b> <i>p. ext.</i> composition en prose ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> discours oratoire, discours;<br /><b>2</b> traité de philosophie, de morale, de médecine, <i>etc.</i><br /><b>3</b> ouvrage <i>en gén. ou</i> partie d’un ouvrage : [[ἐν]] [[τῷ]] [[ἔμπροσθεν]] λόγῳ XÉN, [[ἐν]] [[τῷ]] [[πρόσθεν]] λόγῳ XÉN dans le livre précédent;<br /><b>IX.</b> <i>p. ext.</i> sujet d’entretien, d’étude <i>ou</i> de discussion : περὶ λόγου τινὸς διαλέγεσθαι PLAT s’entretenir d’un sujet d’étude ; [[ἐς]] λόγον τινός HDT, πρὸς λόγον τινός ESCHL ce dont il s’agit, l’objet en cause, en discussion, <i>etc.</i> ; μετέχειν [[τοῦ]] λόγου HDT participer à l’objet (de l’entretien) <i>càd</i> être dans le secret;<br /><b>B.</b> raison :<br /><b>I.</b> faculté de raisonner, raison, intelligence;<br /><b>II.</b> raison, bon sens : ὀρθὸς [[λόγος]] PLAT droite raison ; ἔχειν λόγον PLAT être conforme à la raison, être juste <i>ou</i> raisonnable ; [[οὐκ]] [[ἔχει]] λόγον SOPH cela n’a pas de raison ; τὸ παρὰ λόγον (<i>cf.</i> [[παράλογος]]) ATT ce qui est contraire à la raison ; [[λόγος]] αἰτεῖ avec une prop. inf. : la raison exige que, <i>etc.</i><br /><b>III.</b> raison intime d’une chose, fondement, motif : κατὰ τίνα λόγον ; PLAT sur quel fondement ? [[ἐξ]] οὐδενὸς λόγου SOPH sans aucune raison ; ὁ [[λόγος]] αἱρέει με HDT la raison de la chose me convainc ; ὁ [[λόγος]] [[οὕτως]] αἱρέει avec une prop. inf. HDT la raison des choses veut ainsi que, <i>etc.</i><br /><b>IV.</b> exercice de la raison, jugement :<br /><b>1</b> opinion : ἅπαντα νικᾶν λόγον SOPH surpasser tout ce qu’on peut dire <i>ou</i> penser;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> bonne opinion, estime : λόγῳ [[ἐν]] σμικρῷ [[εἶναι]] PLAT être en médiocre estime ; πλείστου λόγου [[εἶναι]] HDT, ἐλαχίστου λόγου [[εἶναι]] HDT être en très grande, en très petite estime ; λόγου [[εἶναι]] [[πρός]] τινος HDT être estimé par qqn ; λόγου οὐδενὸς [[γενέσθαι]] [[πρός]] τινος HDT ne jouir d’aucune considération de la part de qqn ; λόγον ἔχειν τινός HDT faire cas de qqn <i>ou</i> de qch ; λόγον τινὸς [[οὐκ]] ἔχειν οὐδένα ESCHL, οὐδένα λόγον ποιεῖσθαί τινος HDT, [[ἐν]] οὐδενὶ λόγῳ ποιεῖσθαί τινα HDT ne faire aucun cas de qqn;<br /><b>3</b> compte qu’on fait de qqn <i>ou</i> de qch, valeur qu’on leur attribue, avec un gén. déterminatif : [[ἐν]] ἀνδρὸς λόγῳ [[εἶναι]] HDT être considéré comme un homme de haut rang ; [[ἐν]] ἀνδραπόδων λόγῳ ποιεύμενος HDT considéré <i>ou</i> traité à l’égal d’esclaves ; <i>p. ext.</i> évaluation <i>en gén.</i><br /><b>4</b> relation, proportion, analogie : ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον PLAT, [[εἰς]] τὸν αὐτὸν λόγον PLAT, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον HDT selon la même évaluation, dans la même proportion ; πρὸς λόγον τινός ESCHL, κατὰ λόγον τινός HDT eu égard à, relativement à, proportionnellement à qch ; κατὰ λόγον τῆς δυνάμεως XÉN en raison de leur puissance;<br /><b>V.</b> compte-rendu, justification, explication ; λόγον ἑαυτῷ διδόναι [[περί]] τινος HDT se rendre compte de qch ; αἰτεῖν <i>ou</i> ἀπαιτεῖν [[περί]] τινος ATT demander compte à qqn, se faire rendre compte par qqn ; λόγον διδόναι τινός ATT <i>ou</i> παρέχειν PLAT rendre raison, rendre compte de qch ; opinion au sujet d’une chose à venir, présomption, attente : ἐπὶ [[τῷ]] λόγῳ [[ὥστε]] HDT dans l’attente que, <i>etc.</i><br /><b>VI.</b> <i>postér., au sens philosophique</i> le [[λόγος]] divin, la raison divine.<br />'''Étymologie:''' [[λέγω]].
}}
}}