Anonymous

λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
|lstext='''λοφιήτης''': -ου, ὁ, ([[λόφος]]) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, [[πολιήτης]], κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
}}
}}