Anonymous

λυσσώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λυσσῶντα, [[μανιώδης]], μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. [[νόσος]] Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = [[λύσσα]], Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
|lstext='''λυσσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λυσσῶντα, [[μανιώδης]], μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. [[νόσος]] Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = [[λύσσα]], Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> semblable à un enragé;<br /><b>2</b> semblable à la rage.<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]], -ωδης.
}}
}}