Anonymous

λεπτοκάρυον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτοκάρυον''': τό, Ποντικὸν [[κάρυον]], [[λεπτοκάρυον]], κοινῶς «λεφτόκαρο», Τουρκ. «φουντοῦκι», Διοσκ. 1, 179, Γεωπ. 10. 3, 3.
|lstext='''λεπτοκάρυον''': τό, Ποντικὸν [[κάρυον]], [[λεπτοκάρυον]], κοινῶς «λεφτόκαρο», Τουρκ. «φουντοῦκι», Διοσκ. 1, 179, Γεωπ. 10. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />noisette, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[κάρυον]].
}}
}}