Anonymous

λοιβεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιβεῖον''': τό, [[ἀγγεῖον]] πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «[[σπονδεῖον]], ᾧ τὸν [[οἶνον]] ἐπισπένδεις, καὶ [[λοιβεῖον]], ᾧ τοὔλαιον» [[Πολυδ]]. Ι΄, 65.
|lstext='''λοιβεῖον''': τό, [[ἀγγεῖον]] πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «[[σπονδεῖον]], ᾧ τὸν [[οἶνον]] ἐπισπένδεις, καὶ [[λοιβεῖον]], ᾧ τοὔλαιον» [[Πολυδ]]. Ι΄, 65.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase pour les libations.<br />'''Étymologie:''' [[λοιβή]].
}}
}}