Anonymous

ληραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληραίνω''': [[ληρέω]], Γρηγ. Ναζ., Ἡσύχ.· ἀλλὰ Ἡράκλειτ. (127) παρὰ Πλουτ. 2. 362A, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ληναΐζω, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 30.
|lstext='''ληραίνω''': [[ληρέω]], Γρηγ. Ναζ., Ἡσύχ.· ἀλλὰ Ἡράκλειτ. (127) παρὰ Πλουτ. 2. 362A, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ληναΐζω, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 30.
}}
{{bailly
|btext=déraisonner, dire <i>ou</i> faire des sottises.<br />'''Étymologie:''' [[λῆρος]].
}}
}}