3,258,334
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωφάω''': μέλλ. -ήσω, παύομαι, [[λήγω]], ὅδε μὲν [[τάχα]] λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) [[μετὰ]] γεν. (πρβλ. [[καταλωφάω]]), ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]] ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) [[καταπίπτω]], καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, [[κοπάζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]], ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· [[μετὰ]] γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ [[λόφος]], [[τράχηλος]], καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ [[ἄχθος]] ἀποθέσθαι Ἡσύχ.). | |lstext='''λωφάω''': μέλλ. -ήσω, παύομαι, [[λήγω]], ὅδε μὲν [[τάχα]] λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) [[μετὰ]] γεν. (πρβλ. [[καταλωφάω]]), ἀναπαύομαι, [[ἡσυχάζω]] ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) [[μετὰ]] μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) [[καταπίπτω]], καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, [[κοπάζω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]], ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· [[μετὰ]] γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. ([[Κατὰ]] τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ [[λόφος]], [[τράχηλος]], καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ [[ἄχθος]] ἀποθέσθαι Ἡσύχ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐλώφησα, <i>pf.</i> λελώφηκα;<br /><i>litt.</i> remuer le cou en tous sens <i>en parl. d’une bête de somme qu’on vient de dételer), d’où</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se reposer : ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου THC d’une maladie et d’une guerre;<br /><b>2</b> se relâcher, cesser : χόλου ESCHL, πόθου ESCHL cesser d’être irrité, de désirer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> soulager, calmer, apaiser : ὁ λωφήσων ESCHL celui qui soulagera, le consolateur, le libérateur futur.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]]. | |||
}} | }} |