Anonymous

λοιδορία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοιδορία''': ἡ, ([[λοιδορέω]]), [[ὕβρις]], [[ὀνειδισμός]], [[κακολογία]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.
|lstext='''λοιδορία''': ἡ, ([[λοιδορέω]]), [[ὕβρις]], [[ὀνειδισμός]], [[κακολογία]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />reproche blessant, invective, injure.<br />'''Étymologie:''' [[λοίδορος]].
}}
}}