3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαιμάω''': (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. [[παιφάσσω]])· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. [[ἀναμαιμάω]]· - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι [[λίαν]] [[πρόθυμος]], προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον [[ἦτορ]] Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «[[μετὰ]] προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν [[αὐτόθι]] 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ [[διέσσυτο]] μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ [[οὕτως]] ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ [[ὄφις]], μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· [[μετὰ]] γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς [[σίδηρον]] θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., [[αἴφνης]] μετετράπησαν εἰς [[σίδηρον]], Διον. Π. 1156. | |lstext='''μαιμάω''': (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. [[παιφάσσω]])· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. [[ἀναμαιμάω]]· - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι [[λίαν]] [[πρόθυμος]], προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο [[ὅπερ]] ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον [[ἦτορ]] Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «[[μετὰ]] προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν [[αὐτόθι]] 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ [[διέσσυτο]] μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ [[οὕτως]] ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ [[ὄφις]], μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· [[μετὰ]] γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς [[σίδηρον]] θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., [[αἴφνης]] μετετράπησαν εἰς [[σίδηρον]], Διον. Π. 1156. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. part. et 3ᵉ pl. ind. épq.</i> [[μαιμώωσι]] <i>et ao. poét. 3ᵉ sg.</i> μαίμησε;<br /><b>1</b> bondir, s’élancer <i>ou</i> s’agiter impétueusement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être agité d’un désir violent, bondir de désir : μαίμησε [[δέ]] [[οἱ]] φίλον [[ἦτορ]] IL et son cœur fut agité d’un désir violent ; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο [[διέσσυτο]] [[μαιμώωσα]] IL et la javeline s’enfonça impétueuse dans sa poitrine ; χεὶρ μαιμῶσα φόνου SOPH main avide de carnage.<br />'''Étymologie:''' R. Ma, tâter, chercher, avec redoublement ; cf. [[μαίομαι]]. | |||
}} | }} |